History of dance in Cyprus

Texts

Περιεχόμενα

Στη Λάρνακα

Αναφέροντας τους δερβίσηδες πρέπει να πούμε ότι είναι ένα είδος τούρκων μοναχών, όπως είναι και οι Σαντόν και οι Αμπνταλί. Οι δερβίσηδες φορούν ένα χοντρό μάλλινο ρούχο σε διάφορα χρώματα, αρκετά ανοιχτό στο στήθος. Από πάνω του έχουν τον αμπά, άσπρο λεπτό μάλλινο επανωφόρι που δένεται στη μέση με διάφορους τρόπους. Στο κεφάλι φορούν μεγάλο σκούφο από άσπρο κετσέ σε σχήμα κωνικό, δεμένον γύρω με μια λουρίδα από το ίδιο ύφασμα. Παρόλο που δεν φορούν πουκάμισο είναι περιποιημένοι και καθαροί, με πολύ ευγενικούς τρόπους. Κατά κανόνα επιδίδονται σε παρά φύσιν διαστροφές, οπότε η επιτηδευμένη ευσέβειά διευκολύνει την επίδοση στις αφύσικες ορέξεις τους.

Κάποιος Μολά Σοντσιούρ φέρεται ως ιδρυτής τους. Κατοικούν σε πολλά ησυχαστήρια και υπηρετούν σε πολλά τζαμιά, όπου κηρύττουν δύο φορές την εβδομάδα. Ανδρες και γυναίκες παρακολουθούν μαζί τους λόγους τους, πράγμα που δεν βλέπει κανείς καθόλου στους άλλους ναούς. Ο ομιλητής αρχίζει την κατήχηση με ένα απόσπασμα από το Κοράνι – καταφέρεται κατά των αμαρτιών που ο ίδιος δεν προσπαθεί καθόλου να αποφύγει. Κατά τα άλλα ένα κιγκλίδωμα χωρίζει τους πιστούς από την κοινότητα των δερβίσηδων. Μετά το κήρυγμα τραγουδούν έναν ύμνο συνοδευόμενοι από διάφορους αυλούς. Τότε ο ηγούμενος αρχίζει έναν χορό που οι άλλοι εκτελούν με τον ακόλουθο τρόπο. Ξεκινούν περπατώντας αρκετά αργά ο ένας πίσω από τον άλλο κάνοντας το γύρο του τζαμιού. Σιγά σιγά τα βήματά τους επιταχύνονται μέχρι που ορμούν και τελικά περιστρέφονται με τόση ταχύτητα που το μάτι δυσκολεύεται να τους παρακολουθήσει. Οταν ο χορός αυτός τελειώσει, οι ευσεβείς αυτοί απατεώνες γονατίζουν, στηρίζονται στις φτέρνες τους και μένουν έτσι δίνοντας την εντύπωση της μεγαλύτερης αυτοσυγκέντρωσης. Ο ηγούμενος σηκώνεται, οι δερβίσηδες κάνουν το ίδιο, ξαναρχίζουν τον κυκλικό χορό. Η κωμωδία αυτή κρατάει μιάμιση ώρα.

 

Στη Λευκωσία

Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου σ’ αυτή την πρωτεύουσα είχα την ευκαιρία να δω διάφορες τουρκικές τελετές και μεταξύ αυτών την περιτομή τεσσάρων παιδιών καθώς και τον γάμο ενός μεγάλου άρχοντα. Η περιτομή στα παιδιά των Τούρκων γίνεται το έβδομο έτος της ηλικίας τους, κατά τη γέννησή τους όμως τούς βάζουν στο στόμα λίγο αλάτι προφέροντας τα λόγια του Κορανίου που λένε: “Ας σου δίνει το δώρο της ύπαρξης την χάρη του ονόματος του αληθινού Θεού, τον οποίο δεν θα σταματήσεις να δοξολογείς”.

Οι οκτώ ημέρες που προηγούνται της τελετής είναι ημέρες γιορτής για την οικογένεια. Γεμάτη χαρά, προσφέρει πλούσια γεύματα, δίνει χορούς, οργανώνει ευχάριστες συγκεντρώσεις όπου καλούνται συγγενείς και φίλοι. Ολα αναγγέλουν μια δεύτερη γέννηση, ακόμα πιο πολύτιμη από την πρώτη. Φτάνει επιτέλους η μέρα όπου το παιδί φοράει τα πιο πλούσια ρούχα. Το οδηγούν μέσα από τους δρόμους της πόλης πάνω σε ένα άλογο σκεπασμένο με χρυσοκέντητο ύφασμα και στολισμένο επιδεικτικά. Μπροστά του προχωρά το λάβαρο του Μωάμεθ και προηγούνται τσενγκί [αγόρια επαγγελματίες χορευτές] χορεύοντας. Μια ομάδα μουσικοί και οργανοπαίχτες κλείνουν την πομπή και ακολουθεί όλος ο λαός. Φτάνει στο τζαμί, κάνει την προσευχή του, ανεβαίνει πάλι στο άλογο και επιστρέφει στο πατρικό σπίτι όπου ένας ειδικός γι αυτό τού κόβει εντελώς τον “χαλινό” (πετσάκι). Τότε απαγγέλει δυνατά σηκώνοντας το χέρι αυτή τη δήλωση πίστης: “Δεν υπάρχει άλλος θεός παρά μόνο ο αληθινός Θεός και ο Μωάμεθ ο προφήτης του”. Τότε όλοι οι παρευρισκόμενοι δίνουν δώρα στον νεαρό νεόφυτο και η γιορτή τελειώνει με ένα υπέροχο φαγοπότι.

 

Στη Λάρνακα

Οταν γεννηθεί ένα παιδί του σουλτάνου οι πρόξενοι πρέπει να συμμετάσχουν στους δημόσιες εορτασμούς. Φωταγωγούν το αρχοντικό τους, όπως και οι συμπατριώτες τους τα σπίτια τους επί τρεις ημέρες. Μία από τις αίθουσες του προξενικού μεγάρου μετατρέπεται σε δημόσιο καφενείο όπου κερνούν ποτό σε κάθε επισκέπτη, καθολικό ή μωαμεθανό. Βρέθηκα σε μια παρόμοια γιορτή τον Ιανουάριο του 1762. Η χαρά των προξένων και όλων των ευρωπαίων κατοίκων εκδηλωνόταν με βεγγαλικά, με χοροεσπερίδες και με παιχνίδια κάθε είδους. Ολοι οι πρόξενοι είχαν αναρτημένη τη σημαία τους και έστελναν τους δραγουμάνους και τους γενίτσαρους στον κυβερνήτη για του δηλώσουν ότι συμμετέχουν στο ευτυχές γεγονός.

 

Κυπριακή φορεσιά

Οι άντρες ντύνονται “αλλα τούρκα”, όπως στην Κωνσταντινούπολη, και το ίδιο κάνουν οι γυναίκες κάποιας κοινωνικής τάξης, εκτός από το στόλισμα του κεφαλιού που είναι ψηλό και εντυπωσιακό. Πρόκειται για μια πολύ παλιά μόδα που λένε ότι διατηρήθηκε εδώ πιο πιστά από ότι στα άλλα ελληνικά νησιά. Γενικά η φορεσιά “αλλα τσιπριότα” είναι πιο απλή από την “αλλα τούρκα”. Αποτελείται από ένα είδος στενού γιλέκου και μιας φούστας από κόκκινο βαμβακερό ύφασμα. Το εξωτερικό ρούχο λέγεται “μπενίσε” (τουρκικά “μπινίς”) και είναι από κοινό ύφασμα, από βελούδο, μεταξωτό ή άλλο υλικό. Πρόκειται για ένα μακρύ πανωφόρι που αρχίζει από τους ώμους και περνώντας πάνω από τα μπράτσα φτάνει σχεδόν ώς το έδαφος. Δεν είναι κλειστό μπροστά αλλά αφήνει το σώμα εκτεθιμένο ως τα πόδια. 

Τα εσωτερικά ρούχα είναι από ντόπιο μετάξι σαν λευκή γάζα. Εχουν μπατζάκια που φτάνουν μέχρι την άκρη των ποδιών, ενώ τα στιβάνια τους (που λέγονται “μεστί”, τουρκικά “μεστ”) είναι κάτι χαμηλές μπότες από κίτρινο δέρμα που φτάνουν μέχρι το πέλμα, στο οποίο φορούν κουντούρες. Δεν φορούν στηθόδεσμο αλλά έναν μικρό κορσέ από δίμιτο που σταματά κάτω από το στήθος, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται μόνο από εκείνο το απλό λεπτό πουκάμισο και ένα άλλο κομμάτι ύφασμα που φορούν για περισσότερη σεμνότητα. Το λαιμό και τα χέρια στολίζουν με πέρλες, διαμαντικά και χρυσές αλυσίδες. 

Το κεφαλοδέσιμο για το οποίο μίλησα παραπάνω αποτελείται από ένα σύνολο διαφόρων μαντιλιών από μουσελίνα διαμορφωμένων όμορφα ώστε να σχηματίζουν ένα είδος κάσκας ύψους μιας πιθαμής περίπου. Πίσω κρέμεται μια απόληξη, στην άκρη της οποίας στερεώνουν ένα άλλο μαντίλι διπλωμένο σε τρίγωνο που το αφήνουν να πέφτει στους ώμους. Οταν βγαίνουν έξω ή σεμνότητα επιβάλει να παίρνουν μια γωνία του και να την φέρνουν μπροστά ώστε να σκεπάζει το πηγούνι, το στόμα και τη μύτη. 

Το μεγαλύτερο μέρος των μαλλιών καλύπτεται από το κεφαλοδέσιμο που περιγράψαμε, εκτός από το μέτωπο όπου χωρίζεται σε δύο μπούκλες που οδηγούνται πάνω από τους κροτάφους στα αυτιά και οι άκρες τους πέφτουν πίσω ελεύθερα πάνω από τους ώμους. Οσες έχουν άφθονα μαλλιά κάνουν μέχρι οκτώ ή δέκα κοτσίδες. Οι Κύπριες αρέσκονται στις γλυκιές μυρωδιές γύρω από το κεφάλι και γι αυτό το στολίζουν άκομψα με λουλούδια. Οι χριστιανές κάνουν μεγάλη επίδειξη του ντυσίματός τους όταν βγαίνουν έξω, οι τούρκισσες όμως είναι σκεπασμένες απ’ την κορφή ως τα νύχια με ένα άσπρο βαμβακερό ύφασμα.

 

Mariti, abbé: Voyages dans l’isle de Chypre, la Syrie et la Palestine… Traduit de l’italien. Paris, Belin, 1791, 2 vol.

Mariti, abbé: Travels through Cyprus, Syria, and Palestine… Translated from the Italian. London, Robinson, 1791, 3 vol.

Μετάφραση Α. Ράφτη

Στην πρώιμη αρχαιότητα οι γυναίκες της Κύπρου είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν με πομπή στην παραλία για να γιορτάσουν με ύμνους και χορούς τη γέννηση της Αφροδίτης και τη γιορτή του Αδωνι. Εχει διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας κάτι από αυτό το αρχαίο έθιμο. Δεν αναφέρονται πλέον στον Αδωνι και την Αφροδίτη αλλά συγκεντρώνονται ακόμη στην ακροθαλασσιά για να χαρούν και να γιορτάσουν, κι έχουν διαλέξει τη δεύτερη ημέρα της Πεντηκοστής γι αυτή την ειδωλολατρική ανάμνηση. Πολλά άτομα που βρίσκονταν ανάμεσά μας είχαν παρακολουθήσει τέτοιες γιορτές στις περιοχές της Λάρνακας, της Λεμεσού και της Πάφου.

Η Ανατολή έχει πολλές τέτοιες επετείους όπου μπορεί να ξαναβρεί κανείς αναμνήσεις πρωτόγονων αιώνων. Ενας από τους ιερείς της αρχιεπισκοπής μάς μίλησε για μια τελετή που είχε δει στη Ρόδο. Τις ημέρες του Πάσχα γιορτάζουν εκεί τη γιορτή του Σειληνού: ένας άντρας ώριμης ηλικίας ντύνεται φτιάχνοντας μια μεγάλη κοιλιά και οδηγείται πάνω σε άμαξα από μια ομάδα αγοριών με λουλουδένια στεφάνια στο κεφάλι. Αυτός ο εικονικός θρίαμβος γιορτάζεται μέσα σε χαρούμενες εκδηλώσεις του πλήθους. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά για να βρει ιστορικά στοιχεία μέσα στις απλές διασκεδάσεις του λαού. Στη δική μας Δύση, όπως και στην Ανατολή, συχνά μια γιορτή του χωριού που η προέλευσή της αγνοείται μπορεί να μας κάνει να γνωρίσουμε τα έθιμα και την ιστορία των παλαιοτέρων καιρών πολύ καλύτερα από ότι τα ανάγλυφα, οι επιγραφές και τα μετάλλια.

 

Michaud, Joseph François & Poujoulat, Jean Joseph François: Correspondance d’Orient. Paris, Ducollet, 1834, 7 volumes, p. 4/107-108.

Μετάφραση Α. Ράφτη

Η Λάρνακα φημίζεται για τα κρασιά της, την κουμανταρία, το ξηρό και γλυκό, και το κόκκινο κρασί. Εγώ πάντως τα βρίσκω όλα απαίσια. Εδώ βλέπουμε ξανά άμαξες, που είναι σχεδόν άγνωστες στη Συρία και την Παλαιστίνη. Κάθε ένας που σέβεται τον εαυτό του στη Λάρνακα έχει άμαξα τύπου phaeton ή gig, αν και για να πούμε την αλήθεια πρόκειται για πολύ άθλια κατασκευάσματα. Οι καμπάνες επιτρέπονται στις εκκλησίες, προνόμιο άγνωστο σε άλλες τουρκικές πόλεις. Από ένα ψηλό καμπαναριό της καθολικής εκκλησίας, που για λόγους ασφαλείας είναι χτισμένη κοντά στο προξενείο της Σαρδηνίας, χτυπάει κάθε Κυριακή πρωί η καμπάνα την ώρα της λειτουργίας.

Οι άνθρωποι αγαπούν εξαιρετικά στις διασκεδάσεις και συχνά η νυχτερινή μου ανάπαυση διεκόπη από συμπαθείς νεαρούς που έκαναν σερενάτα στις αγαπημένες τους. Οι χοροεσπερίδες και οι νυχτερινές συγκεντρώσεις διαδέχονται η μια την άλλη και η πόλκα εμφανίστηκε για πρώτη φορά μόλις πριν την άφιξή μου, από τους αξιωματικούς ενός από τα πλοία της Βασίλισσας.

Neale, Frederick Arthur: Eight years in Syria, Palestine and Asia Minor, from 1842 to 1850. London, Colburn, 1851.

Μετάφραση Α. Ράφτη

Περπατώντας στο μικρό μονοπάτι ανάμεσα σε ρόδινες πικροδάφνες, διέκρινα ένα γοητευτικό θέαμα κάτω από μια πεντάδα συκομουριές. Τι χαριτωμένη ανάμνηση της προχριστιανικής αρχαιότητας! Δέκα-δώδεκα κοπέλες οδηγούσαν χορεύοντας μια χορωδία που τα τραγούδια της και οι χοροί έφταναν χωρίς αμφιβολία μέχρι την εποχή του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Μια λιτή και σοβαρή παντομίμα, της οποίας δεν θα μπορούσα να καταλάβω το περιεχόμενο, ήταν η βάση αυτού του μετρημένου χορού. Ετσι θα πρέπει οι παρθένες των Αθηνών να οδηγούσαν την Θεωρία στις εορτές της Αθηνάς. Πού και πού, τα κορίτσια χωρίζονταν σε δύο ομάδες ή ημιχόρια, τραγουδώντας τις στροφές και τις αντιστροφές. Η μια ομάδα πλησίαζε και οπισθοχωρούσε με τον ρυθμό, μετά η άλλη έκανε το ίδιο, ύστερα οι δύο ομάδες ενώνονταν και ολόκληρη η χορωδία ξανάπιανε το ποιητικό της θέμα.

Μια τέτοια σκηνή είναι προτιμότερη από τα πιο εμπεριστατωμένα σχόλια, προκειμένου να γνωρίσει κανείς την αρχαιότητα. Επί κεφαλής της κάθε ομάδας περπατούσε μια κοπέλα όλο χάρη. Η μικρότερη ήταν ντυμένη στα κάτασπρα, με μικρά μπουκέτα μυρτιές στερεωμένα στο πέπλο της και ένα μαρτύριον, μικρό χρυσό νόμισμα, περασμένο σε μεταξωτή κορδέλα κρεμόταν στο λαιμό της. “Είναι η αρχοντοπούλα (η κόρη του άρχοντα), μου είπε ο Μακ Λιν. Η άλλη κορυφαία, η μεγαλύτερη – και μεταξύ μας η ωραιότερη – είναι η αδελφή του Κάρου, από την Λάρνακα, κι αυτό τα λέει όλα. Ολες οι συντρόφισσές της της πρώτης ομάδας είναι συγγένισσες του άντρα της και Κύπριες όπως αυτός, γιατί ολόκληρη η οικογένειά του είναι από τη Λάρνακα και μόλις πριν λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στον Χάνδακα”.

Θα πρέπει να πω, για να διευκρινίσω τα λόγια του Σκωτσέζου φίλου μου, ότι από όλες τις Ελληνίδες οι Κύπριες είναι εκείνες που έχουν αυτό που αποκαλούμε ομορφιά, δηλαδή τη χάρη. Κάτι το αισθησιακό στο περπάτημα, κάτι το λεπτό στο χαμόγελο, μια φορεσιά μισο-ελληνική μισο-οθωμανική, μια ιδιαίτερη γοητεία, απροσδιόριστη, κάνουν τις γυναίκες της Λάρνακος να ξεχωρίζουν. Οι Ελληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας το αναγνωρίζουν και αποκαλούν τις Κύπριες τις πιο πολιτικές από όλες τις γυναίκες.

 

Bois-Robert, J. D. de: Nil et Danube, souvenirs d’un touriste. Paris, ca. 1855, p. 32-33.

Μετάφραση Α. Ράφτη

Πριν 25 περίπου χρόνια ο δούκας του Luynes έστρεψε την προσοχή του επιστημονικού κόσμου στην Κύπρο, και ήταν ο άγγλος κ. Σμιθ, ο οποίος πέθανε πρόσφατα στην Μεσοποταμία, που βρήκε την απάντηση στο αρχαιολογικό ερώτημα που έθεσε ο επιφανής γάλλος σοφός. Ωστόσο θα ήταν ανώφελο να ισχυριστεί κανείς ότι αυτές οι ανησυχίες ήταν οι λόγοι που οδήγησαν την αγγλική κυβέρνηση στην απόκτηση της Κύπρου. Προτιμούμε να δώσουμε εξαρχής στο κοινό πληροφορίες που θα το διαφωτίσουν σχετικά με τη στρατηγική και εμπορική σημασία αυτής της νέας βάσης των Αγγλων στη Μεσόγειο, η οποία θα γίνει ακόμα πιο σημαντική αφού από τη στιγμή που ενισχυθεί αμυντικά θα μπορεί άνετα να φιλοξενήσει, να θρέψει και να συντηρήσει ινδικό στρατό 300 ή 400 χιλιάδων ανδρών, ο οποίος δεν θά ‘χει τίποτε καλύτερο να κάνει σε καιρό ειρήνης από το να καλλιεργεί μια χώρα της οποίας το κλίμα, τα προϊόντα και η φυλή θα του θυμίζουν αυτά που θά ‘χει αφήσει πίσω του.

Αυτή η άποψη είναι αδύνατον να φανεί χωρίς να χρησιμοποιήσει κανείς χάρτη. Προκειμένου να εξηγήσουμε το χαρακτικό που δημοσιεύουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τη λογική σειρά αρχίζοντας από την αρχή, δηλαδή από μια ιστορική διαδρομή στο παρελθόν της νήσου Κύπρου, που συμπυκνώνεται ολόκληρη στη γιορτή της Αφροδίτης, στον Κατακλυσμό όπως λέγεται στα κυπριακά, ή Απόπλους του Νώε.

Καταρχήν, οι τρεις τίτλοι που διεκδικούν το χαρακτικό μάς κάνουν να αναρωτιόμαστε τι κοινό μπορεί να έχει ο Κατακλυσμός του Νώε με τη γιορτή της Αφροδίτης. Ολα όμως εξηγούνται όταν σκεφτούμε ότι στα ελληνικά κατακλυσμός σημαίνει πλύσιμο και Νώε (ναύς) πλοίο. Οσο για την Αναδυομένη Αφροδίτη, δεν υπάρχει κανείς που να μη γνωρίζει ότι είναι η θεά των υδάτων και ότι στον Κατακλυσμό γιορτάζονται τα νερά και τα πλοία.

Ο κυπριακός Κατακλυσμός αντιστοιχεί ακριβώς στον Αη-Γιάννη, που είναι η αρχαία γαλατική εορτή της φωτιάς, το θερινό ηλιοστάσιο δηλαδή την 21η Ιουνίου. Αλλοτε, και ίσως και σήμερα, οι Γάλλοι μάζευαν την ημέρα του Αγίου Ιωάννου σωρούς από ξύλα στα οποία έκαιγαν γάτες, ζώο αφιερωμένο στη γαλατική και γερμανική θεά Freya ή Feronia, θεά της ελευθερίας από την οποία πήρε την ονομασία της η Γαλλία. Αυτή η γαλατική Freya είναι η ίδια που οι Κύπριοι ονόμαζαν Μύρα ή Μαριουμ, ανάλογα με το αν μιλούσαν ελληνικά ή φοινικικά, και της οποίας το όνομα σημαίνει δροσιά, φρεσκάδα.

Στην Κύπρο, όπου οι εποχές είναι στην ώρα τους σαν ακολουθούν χρονόμετρο, η υγρασία σταματά το θερινό ηλιοστάσιο, για να ξαναρχίσει την επόμενη άνοιξη. Είναι λοιπόν το τέλος των δροσοσταλίδων που εορτάζεται στον Κατακλυσμό. Το χρώμα της ανοιξιάτικης Αφροδίτης είναι το λευκό, ενώ ο θεός που την ακολουθεί είναι ο “κόκκινος” θεός Ιωάννης, του οποίου τη γέννεση γιορτάζουμε την ίδια μέρα. Αυτή είναι η σημασία του ονόματος στην εβραϊκή, όπως επίσης ενός κυπριακού δενδρυλλίου με το όνομα χένα, από το οποίο οι γυναίκες κάνουν μια βαφή που τη χρησιμοποιούν για να χρωματίσουν χέρια και πόδια. Το αρχαίο κυπριακό όνομά του ήταν Kopher, που συγχρόνως σημαίνει σεντούκι, κιβώτιο, κιβωτό. Αρα η γιορτή του θερινού ηλιοστασίου έχει διπλό χαρακτήρα: συμπίπτει με την πάλη του υγρού στοιχείου ενάντια στο ξηρό, που το ένα νικάει το άλλο εναλλάξ, μια στο χειμερινό ηλιοστάσιο και μια στο θερινό. Η Γαλλία γιορτάζει με τη γέννηση του Αγίου Ιωάννη τη νίκη της φωτιάς, ενώ η Κύπρος την ήττα του ύδατος, πράγμα που θυμίζει την παλιά γαλλική ιαχή Le roi est mort, vive le roi! (Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς!). 

Πριν όμως θαφτεί η καημένη η Αφροδίτη, μέχρι να ξανάρθει το χειμερινό ηλιοστάσιο, όλη η Κύπρος κατακλύζεται με την καλή έννοια προς τιμήν της, και αλίμονο στον ξένο που θα περάσει αυτή τη μέρα το κατώφλι ενός κυπριακού σπιτιού: τα κορίτσια τον καταβρέχουν με μεγάλους κουβάδες νερό, και αν είναι κάποιος ευνοούμενος με μπουκαλάκια από άρωμα λεβάντας που του το πετούν στο πρόσωπο. Στους δρόμους, μικροί μουσουλμάνοι και χριστιανοί κατακλύζουν τους περαστικούς χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο που ονομάζουν πιτσικλάι, και το οποίο στα γαλλικά έχει το πιο κλασικό όνομα μιας νύμφης: Σύριγξ. Αυτό όμως το κατάβρεγμα γίνεται μόνο στο ύπαιθρο, γιατί στο εσωτερικό των σπιτιών μουσουλμάνοι και χριστιανοί χρησιμοποιούν μόνο ένα ποτό που το ωρίμασε ο καυτός ήλιος του καλού Αη-Γιάννη. Εκείνη τη μέρα δεν απαγορεύεται σε έναν πιστό του Προφήτη να πιει στην υγεία κάποιου άλλου θεού. Εν συντομία, τον καιρό του Κατακλυσμού δεν υπάρχουν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, όλοι οι απόγονοι της Αφροδίτης χωρίς διάκριση πίστης γιορτάζουν την κοινή μητέρα τους και οι διάφοροι ιερωμένοι συμβάλλουν στην προσέλκυση θεατών.

Το βράδυ, οι σημαιοστολισμένες βάρκες περιμένουν τους προσκυνητές που έχουν κατέβει από όλα τα βουνά του νησιού, τα καΐκια γεμίζουν Ελληνίδες με χρυσά κεντήματα στο στήθος και μουσουλμάνες σκεπασμένες με ένα μεγάλο άσπρο ύφασμα που τις κάνει να μοιάζουν με φαντάσματα. Κάθε καΐκι έχει στη πλώρη του δύο μουσουλμάνους μουσικούς από τους οποίους ο ένας παίζει ζουρνά κι ο άλλος νταούλι. Αγνοώ γιατί αυτό το προνόμιο το έχουν οι μουσουλμάνοι και γιατί είναι πάντα μόνο αυτά τα δύο όργανα. Πάντως είναι πιθανό να συμβολίζει ο ζουρνάς την εαρινή Αφροδίτη, και το νταούλι την Κύπρη ή φθινοπωρινή Αφροδίτη. Οι γυναίκες δεν χορεύουν καθόλου σ’ αυτή τη γιορτή, αλλά μουσουλμάνοι και χριστιανοί συναγωνίζονται στα χοροπηδήματα μέσα στα καΐκια και στα καφενεία. Είναι σπάνιο άλλωστε να μην ανακατέψει το μαχαίρι μερικές σταγόνες αίματος με τους καταρράκτες του ύδατος και, καθώς οι μουσουλμάνοι είναι λιγότερο συνηθισμένοι στο ποτό από τους χριστιανούς, αυτοί είναι συνήθως που ματώνουν τη γιορτή.

Στην Πάφο, την πατρίδα της αναδυομένης Αφροδίτης, το τελετουργικό είναι ακόμη πιο πρωτότυπο και πιο γραφικό γιατί αναπαριστάνει ακριβώς την αρχαία πανήγυρη όπως την περιγράφει ο Ηρόδοτος. Οι μουσουλμάνοι είναι αρκετά πολυάριθμοι σ’ αυτό το τμήμα του νησιού, αλλά είναι ελληνικής καταγωγής και οι περισσότεροι από αυτούς δεν καταλαβαίνουν άλλη γλώσσα. Ολοι οι νεαροί των περιχώρων συγκεντρώνονται έφιπποι στην Πάφο έχοντας πίσω τους πάνω στο άλογο την καλή τους, κι από εκεί πηγαίνουν στον ερειπωμένο ναό στην Κουκλιά ή Παλίπαφο, που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα νότια. Το βράδυ επιστρέφουν από τη θάλασσα στην Πάφο, έχοντας έτσι ολοκληρώσει μέσα στην ημέρα το καθημερινό δρομολόγιο του ηλίου, που ανατέλλει στα βορειοανατολικά και δύει στα βορειοδυτικά. Το άλογο συμβολίζει την πρωινή Αφροδίτη ενώ η βάρκα την εσπερινή Αφροδίτη.

Αυτή η γιορτή είναι σίγουρα η πιο αρχαία του κόσμου. Οι Ινδοί ακόμα την γιορτάζουν με τον ίδιο τρόπου όπως οι Κύπριοι, με τη διαφορά ότι πετούν στον Γάγγη το άγαλμα της θεάς Καλι, η οποία είναι η ινδική Αφροδίτη, για να το ανασύρουν έξι μήνες αργότερα. Αλλοτε, ιδιαίτερα στη χώρα των Γαλατών, τελείωνε με ανθρωποθυσία η οποία αναπαρίστανε κυριολεκτικά τον θάνατο της θεάς Freya και η οποία δυστυχώς διατηρήθηκε στους Khunds του Ινδουστάν. Ο μύθος της Freya αντιστοιχεί με κάθε λεπτομέρεια στην ιστορία της Ιωάννας της Λωραίνης. Κι εκείνη ήταν μια νεαρή πολεμίστρια από χωριό η οποία απελευθέρωσε τον κύριό της που όμως ήταν αγνώμων απέναντί της – την άφησε να πέσει στα χέρια των εχθρών και να καεί στην πυρά χωρίς καν να προσπαθήσει να την σώσει. Η λατρεία της θεάς Freya ήταν πολύ διαδεδομένη στη Λωραίνη και το παρεκκλήσι του Bermont, όπου η Ιωάννα έλαβε την εντολή από τον Αγιο Μιχαήλ να σώσει τη Γαλλία, σημαίνει στα γαλατικά Ορος της Χωριατοπούλας. 

Στην Κύπρο, όπως και στη Γαλατία, η πρωινή Αφροδίτη ήταν η θεά της αγριοτριανταφυλλιάς, και έφερε το ίδιο όνομα όπως η Hersa, η δροσιά. Η γιορτή του Κατακλυσμού, αν και υφίσταται στην Κύπρο από τα πιο αρχαία χρόνια, είναι επείσακτη, αφού γεννήθηκε σε χώρες όπου το ηλιοστάσιο συνοδεύεται από καταρρακτώδεις βροχές που προκαλούνται από το λιώσιμο των χιονιών, πράγμα που λείπει τελείως από την Κύπρο όπου οι βροχές σταματούν την ισημερία της Ανοιξης. Ωστόσο στον Καύκασο ο κατακλυσμός εμφανίζεται κάθε χρόνο. Από κείνα τα μέρη, από το οροπέδιο του Παμίρ, η γιορτή αυτή εξαπλώθηκε προς  κάθε κατεύθυνση. Επί πλέον, τα πιο παλιά δείγματα κυπριακής τέχνης, που χρονολογούνται πάνω από 2000 χρόνια π.Χ. αναπαράγουν πολύ πιστά τα διακριτικά χαρακτηριστικά φυλών όπως η κελτική, η γεωργιανή, η αρμενική και η εβραϊκή, που όλες προέρχονται από τον Καύκασο. Στην Κύπρο βρίσκονται τα πιο αρχαία ίχνη της φυλής στην οποία ανήκουμε.



d’Orcet, Grasset: “Chypre – La Fête de Vénus à Larnaka”, Le Monde Illustré, 1112. Paris, 20/07/1878, p. 38.

Μετάφραση Α. Ράφτη

 

Φτάσαμε στο Ασώματο, χωριό περιτριγυρισμένο από λοφίσκους, κατά τις δύο το απόγευμα. Εχει θαυμάσια θέα προς τα βόρεια της Λάρνακας στη Λάπιθο, στη μονή Κούταρη και στο χωριό Αδριδάρχη. Οι κάτοικοι, φτωχοί αλλά οικονόμοι, ζουν προσπαθώντας να καλλιεργήσουν καλαμπόκι στους γύρω έρημους λόφους. Οπου είχαν βρει πηγή είδαμε το έδαφος οργωμένο προσεκτικά και σπαρμένο.

Γιόρταζαν το γάμο ενός ντόπιου και όταν έμαθαν ποιοι είμαστε μάς παρακάλεσαν να σταματήσουμε για να τους τιμήσουμε με την παρουσία μας. Αν και καταπονημένοι, δεν θέλαμε να αρνηθούμε. Εβαλαν τα άλογά μας σε έναν άδειο αχυρώνα και μας συνόδευσαν στο σπίτι του προεστού. Μια καλή γερόντισσα με ανέλαβε και με κάθισε σε ένα ντιβάνι όπου όλες σχεδόν οι γυναίκες του χωριού ήρθαν γύρω μου, φιλούσαν το χέρι μου και έχυναν ροδόνερο στο κεφάλι μου. Εφεραν γλυκά και καφέ, ενώ ο γαμπρός έστειλε στον καθένα μας καμιά δωδεκάδα κεριά.

Ζήτησα να δω τη νύφη και μου είπαν ότι ήταν στο σπίτι της μητέρας της. Ηταν η δεύτερη μέρα των εορτασμών και ο γάμος θα γινόταν σε καμιά ώρα. Μπαίνοντας στο σπίτι βρήκα ένα δωμάτιο ασφυκτικά γεμάτο γυναίκες και κορίτσια, όπου στο βάθος βρισκόταν μια σκεπασμένη μορφή που τη φύλαγε προσεκτικά μια παράνυφη που καθόταν υποστηρίζοντάς την και συγχρόνως κρατώντας κάτω την καλύπτρα. Η άμοιρη νύφη καθόταν έτσι για δύο σχεδόν μέρες χωρίς να μπορεί να μιλήσει ή να σηκώσει το κεφάλι, μόνο καμιά φορά της έδιναν τίποτα να φάει. Επρεπε να φαίνεται πειθήνια και θλιμμένη, χωρίς να σηκώνει τα μάτια. Οταν ζήτησα να τη δω ήρθε μπροστά, δύο γυναίκες έριξαν πίσω το κάλυμμα του κεφαλιού κι εκείνη έσκυψε να μου φιλήσει το χέρι.

Φορούσε πράσινη μεταξωτή φούστα και μαύρο βελούδινο γιλέκο ανοιχτό μπροστά αφήνοντας να φαίνεται ένα κεντητό πουκάμισο και πολλές σειρές ασημοκαπνισμένες αλυσίδες. Τα μακριά μαλλιά της έφταναν στη μέση της με χρυσές κορδέλες (όπως στα τζάκια των παραθαλάσσιων ενοικιαζόμενων σπιτιών) σκορπισμένες ανάμεσά τους, ενώ στο κεφάλι είχε ένα άσπρο μαντίλι από μουσελίνα με χοντρό χρυσό κέντημα στις γωνίες. Τη φορεσιά συμπλήρωναν ψηλά στιβάνια από κίτρινο δέρμα. Τα χέρια της, γυμνά μέχρι τους αγκώνες, είχαν ένα απαίσιο πασάλειμμα από κινά, όπως και τα νύχια και οι παλάμες. Ο κινάς χρησιμοποιείται πολύ στην Κύπρο. Τον φέρνουν φρεσκο-κοπανισμένο στο παζάρι της Λευκωσίας, μετά τον ανακατεύουν με λίγο νερό για να γίνει αλοιφή και τον βάζουν στο σημείο που θέλουν να βαφτεί. Στην αρχή έχει πρασινωπή χροιά αλλά όταν τον αφήσεις όλο τα βράδυ δίνει το καφε-κόκκινο χρώμα που τόσο τους αρέσει.

Η κακόμοιρη η νύφη, αφού με χαιρέτισε γύρισε στη θέση της στην άκρη του δωματίου όπου θα περίμενε την άφιξη του γαμπρού. Περιμένοντάς τον οι χωρικοί έστησαν χορό προς τιμήν μας. Εκαναν κύκλο κι έβαλαν καρέκλες στην κορυφή για μας. Δύο βιολιτζήδες κι ένας με ντέφι άρχισαν έναν πολύ μονότονο σκοπό. Μετά από πολλά σκουντήματα, σπρωξίματα και γελάκια, δύο γυναίκες προχώρησαν στη μέση του κύκλου, στάθηκαν η μία απέναντι στην άλλη με τα χέρια στους γοφούς κι άρχισαν να κινούνται δεξιά αριστερά σε έναν αργό ρυθμό. Χόρευαν στο σκοπό με ένα ιδιόμορφο βήμα, εμπρός-πίσω και γύρω-γύρω, όπως στο μενουέτο, χωρίς όμως ούτε χάρη ούτε ζωντάνια. Πού και πού άλλαζαν τη θέση των χεριών, κουνώντας τα πάνω από το κεφάλι ή κρατώντας τα ψηλά όπως στο Χάιλαντ Φλίνγκ [σκωτσέζικος χορός]. Οταν τελείωσε ζητήσαμε από τους άντρες να συνεχίσουν ελπίζοντας σε κάτι πιο ζωηρό, αλλά δεν μπορούσαν να πειστούν, οπότε ο σύζυγός μου πρότεινε αντί για χορό έναν αγώνα πάλης.



Scott-Stevenson, Esmé: Our home in Cyprus. London, Chapman & Hall, 1880, p. 191-193.

Μετάφραση Α. Ράφτη

 

Τα κείμενα που δημοσιεύουμε σήμερα για την Κύπρο, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας αυτή την εποχή, είναι δανεισμένα από τις καλύτερες πηγές, εφόσον οι κ.κ. d’Orcet και Damour διέμειναν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο νησί. Μεταξύ των πολυαρίθμων σκαριφημάτων του κ. d’Orcet, του οποίου άρθρο για το νησί θα διαβάσουμε πιο κάτω, διαλέξαμε μόνο κάποιους χαρακτηριστικούς τύπους και έθιμα. Θα επανέλθουμε όμως. Λυπούμεθα επίσης για το ότι πήραμε από το ογκώδες λεύκωμα του κ. Damour μόνο τις σκηνές που δημοσιεύουμε. Παραπέμπουμε τους αναγνώστες μας στον τόμο που πρόκειται να εκδώσει ο κ. Amédée Damour στον εκδοτικό οίκο Plon με τον τίτλο “Ημερολόγιο ενός ταξιδιού στο νησί της Κύπρου”.

Αν ρίξουμε μια ματιά στον χάρτη της Δυτικής Ασίας, η Κύπρος μοιάζει σαν ένας φρουρός που με το ένα μάτι ξαγρυπνά πάνω από τον Ισθμό του Σουέζ και με τ’ άλλο στην οροσειρά του Ταύρου, την οποία πρόκειται να διασχίσει το μεγάλο ασιατικό διηπειρωτικό δίκτυο που θα συνδέσει την Κωνσταντινούπολη με τον Ινδό ποταμό και του οποίου το πρώτο μέρος, από το Ντιαρμπελίν στο Ερζερούμ, μόλις ανετέθη σε αγγλική εταιρεία. Οπότε, η Κύπρος βλέπει ακριβώς στην κοιλάδα του Κύδνου που οδηγεί κατευθείαν στο Ντιαρμπελίν, δηλαδή στην είσοδο της τομής του Ταύρου που ανοίγει πέρασμα στον Ευφράτη και του επιτρέπει να κατευθυνθεί στον Περσικό Κόλπο. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το στρατηγικής σημασίας σημείο, του οποίου η κατοχή επιτρέπει σε ένα στρατό του Βορρά να κατευθυνθεί, ανάλογα με τις προθέσεις του είτε προς τον Ισθμό του Σουέζ είτε προς τις Ινδίες. Οπότε η Κύπρος έπαιξε ένα ρόλο πολύ σπουδαίο στην παλαιότερη και σύγχρονη ιστορία της Ασίας, και ιδιαίτερα της Αιγύπτου της οποίας ήταν ο απαραίτητος φύλακας, αφού “όταν η Αλεξάνδρεια ξυπνά, η Σαλαμίνα δεν γίνεται να κοιμηθεί άλλο”.

Ο όρμος της Σαλαμίνας ή της Αμμοχώστου είναι πραγματικά ο πιο όμορφος και ο πιο ασφαλής των θαλασσών της Συρίας. Η αρχαία περιοχή της Σαλαμίνας αριθμούσε τουλάχιστον 400.000 κατοίκους, γνωρίζουμε όμως ότι η Αμμόχωστος αριθμούσε 300 υπό τους Λουζινιάν. Στις αρχές του αιώνα ο πληθυσμός της Αλεξάνδρειας είχε πέσει στις 6.000 ψυχές, ενώ σήμερα μόλις ξεπερνάει τις διακόσιες. Αυτή την στιγμή η Σαλαμίνα και η Αμμόχωστος αριθμούν 300 ή 400 ψυχές η καθεμία. Ωστόσο η τουρκική αμέλεια δεν είναι ο μοναδικός λόγος γι’ αυτή την φοβερή ερήμωση του τόπου. Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής και του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας ανοίχθηκε ένας καινούργιος δρόμος για το εμπόριο οπότε η Ευρώπη εγκατέλειψε στα χέρια των Τούρκων την τύχη μόνο των πλέον παρηκμασμένων χωρών. Ετσι η Αμμόχωστος των Λουζινιάν δεν υπερέβαινε τους 15.000 κατοίκους όταν έπεσε στα χέρια των Τούρκων, και τα βενετικά τείχη της που έγιναν το 1495 δεν μπορούν να χωρέσουν περισσότερους.

Το λιμάνι της, που σήμερα είναι σχεδόν τελείως γεμάτο προσχώσεις, είναι διαμορφωμένο από ένα φράγμα βράχων μήκους πολλών χιλιομέτρων παράλληλο με την ακτή. Είναι κατάλληλο για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ατμόπλοιων τα οποία δεν απαιτούν βαθείς όρμους. Οι συνθήκες όμως αυτές, που ευνοούν τόσο το εμπόριο, δεν βοηθούν στην άμυνα από έναν βομβαρδισμό από μακριά, άρα δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν πολεμικό λιμάνι. Η Σαλαμίνα αντίθετα καλύπτει αυτήν την ανάγκη, αφού το λιμάνι της βρίσκεται στο στόμιο του ποταμού Πιδία, ο οποίος οδηγεί τη θάλασσα βαθιά μέσα στην ξηρά. Αυτή η βαλτώδης ακτή μπορεί να καθαριστεί με εκβάθυνση της παλαιάς κοίτης του ποταμού, οπότε θα δημιουργηθεί ένα απόλυτα προστατευμένο πολεμικό λιμάνι, με πυροβόλα στην ακτή που θα κρατήσουν τα εχθρικά πλοία μακριά από την απόσταση βολής.

Η τοποθεσία της αρχαίας Σαλαμίνας διακρίνεται για τον τάφο του Τεύκρου, που όπως λέγεται, ξαναέκτισε την πόλη τον 13ο αιώνα π.Χ. Βρίσκεται πολύ κοντά στην όμορφη εκκλησία του Αγίου Βαρνάβα. Πιο κοντά στην θάλασσα βλέπουμε τρεις τάφους, ο ένας εκ των οποίων φέρει το όνομα της φυλακής της Αγίας Αικατερίνης. Δεν διαφέρουν από τους τάφους της αιγυπτιακής αυτοκρατορίας παρά μόνο στο ότι είναι θολωτοί με κυκλική αψίδα. Τα τοιχώματα είναι γύψινα, χαρακτηριστικό της περιόδου πριν από τη ρωμαϊκή εποχή όπου χρησιμοποιούσαν ασβέστη και άμμο. Ωστόσο, αφού ο γύψος πήρε κρυσταλλική μορφή, είναι πιθανόν αυτοί οι τάφοι να χρονολογούνται από την εποχή των Χετών, οι οποίοι ήταν κύριοι της Αιγύπτου 2.400 έτη προ Χριστού, οπότε δανείστηκαν το ύφος και τα ήθη της. Επίσης αιγυπτιακά είναι όλα τα θραύσματα γλυπτών που βρέθηκαν στην Κύπρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε η ιερογλυφική γραφή για την ελληνική γλώσσα που μιλιόταν ήδη από το 2.000 π.Χ. τουλάχιστον.

Μια σειρά από τζιτζιφιές σκιάζουν την τάφο της Αγίας Αικατερίνης δημιουργώντας ένα πολύ γραφικό σκηνικό. Μερικά βήματα πιο πέρα υπάρχει το υδραγωγείο του Ιουστινιανού, θολωτό με αψίδα. Αυτό το είδος θόλου εφαρμόστηκε λοιπόν στην Κύπρο τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε αιώνες πριν μεταφερθεί στην Γαλλία από τις συντεχνίες των μαστόρων, οι οποίες κατασκεύασαν όλες τις εκκλησίες της Συρίας και της Κύπρου αποκλειστικά πάνω σε γαλλικά σχέδια.

Αυτή η ανασκόπηση της αρχιτεκτονικής, που αρχίζει με την ιστορία της φυλής μας, συνεχίζεται μέσα στα ίδια τα τείχη της Αμμοχώστου. Περιλαμβάνει άλλες 32 εκκλησίες, λίγο ως πολύ κατεστραμμένες, από τις οποίες η πιο αξιόλογη είναι η καθεδρική του Αγίου Ιακώβου, καθολική μητροπολιτική εκκλησία του νησιού. Είναι η πιο όμορφη εκκλησία της Ανατολής. Κτίστηκε με ένα μόνο τόξο, με ιερό εξαιρετικής διακόσμησης που προαναγγέλλει τον ερχομό της Αναγέννησης. Στην είσοδο βλέπει κανείς τον τάφο μιας γαλλίδας κυρίας που σεβάστηκαν οι Τούρκοι. Μπροστά από τον ναό είναι κτισμένο το ανάκτορο της ενετικής διοίκησης με κάμαρες υποστηριζόμενες από μονολιθικές κολόνες από αιγυπτιακό γρανίτη προερχόμενο από τη Σαλαμίνα και κιονόκρανα από λευκό μάρμαρο. Γύρω στα 1571, λίγο καιρό πριν την πολιορκία, κατοικήθηκε από έναν αξιωματικό της Ενετικής Δημοκρατίας που ονομαζόταν Christoval Moro – είναι το πρόσωπο που ο Σαίξπηρ απέδωσε με τον Οθέλλο.

Μετά από αυτά τα δύο οικοδομήματα το βασικό ενδιαφέρον της πόλης της Αμμοχώστου εστιάζεται στα οχυρά της, τα οποία από τον 15ο κιόλας αιώνα παρουσιάζουν μια οργάνωση που εμφανίστηκε στην Ευρώπη με τον Βομπάν. Ο μηχανικός Martinenyo, γιος εκείνου που υπερασπίστηκε τη Ρόδο, τα επισκέφτηκε οπότε και τα ολοκλήρωσε το 1571, τα υπερασπίστηκε δε απέναντι σε μια στρατιά 60.000 Τούρκων σε μια σημαντική πολιορκία που διήρκησε 10 μήνες και κόστισε πολύ ακριβά στους πολιορκητές. Ολες οι εργασίες στήριξης και αντιστήριξης ξεχωρίζουν τέλεια. Το τούρκικο πυροβολικό που έκοψε στα δυο σχεδόν όλες τις εκκλησίες, δεν προξένησε καμία ζημιά στα οχυρά. Οι Τούρκοι, που είχαν πολύ καλή διοίκηση, κατέφυγαν στις υπόγειες εκκρήξεις και ανατίναξαν έναν πύργο, πράγμα που ανάγκασε τους πολιορκημένους να συνθηκολογήσουν.

Η συνθηκολόγηση αθετήθηκε. Τους ενετούς στρατιώτες τους έκαναν ευνούχους. Οι γυναίκες, ενώ πίστευαν ότι θα μεταφερόντουσαν στην Κρήτη από τον οθωμανικό στόλο, βλέποντας ότι κατευθύνονται στην Κωνσταντινούπολη, έβαλαν φωτιά και βούλιαξαν μαζί με τα πλούτη τους. Οσο για τον ενετό κυβερνήτη Bayvadino, του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά και αφού τον περιέφεραν τρεις ώρες πάνω σε ένα γαϊδούρι τον έγδαραν ζωντανό. Ο Martinenyo ήταν ο μόνος που γλύτωσε από την καταστροφή. Βρήκε άσυλο στο σπίτι του χριστιανού μηχανικού που, στην υπηρεσία των Τούρκων, είχε οργανώσει την επίθεση στην πόλη την οποία εκείνος είχε υπερασπιστεί.

Από εκείνη την εποχή η Αμμόχωστος παρέμεινε όπως την άφησε η πολιορκία. Απαγορεύτηκε στους χριστιανούς να διαμένουν πάνω από 24 ώρες και το εμπορικό κέντρο του νησιού μεταφέρθηκε στη Λάρνακα.



Grasset d’Orcet

Le Monde Illustré, 1114. Paris, 03/08/1878, p. 71-74.

Μετάφραση Α. Ράφτη

 

Προλεγόμενα υπό του κ. Νεάρχου Κληρίδη

Η επίμονη προσπάθεια του κ. Γρηγόρη Ασσιώτη και η δραστηριότητά του σχετικά με την εμφάνιση των ανδρικών και γυναικείων κυπριακών χορών σε εορτές και πανηγύρεις με τόση επιτυχία, του δίνει το δικαίωμα να προχωρήση πιο πέρα, και με τέτοιον τρόπο ώστε να δοθή:

α) Μια ερμηνεία στους κυπριακούς χορούς, που σήμερα δεν δόθηκε, την στιγμή που οι σύνοικοί μας Τούρκοι έχουν διατυπώση ειδικήν ερμηνεία για τον κάθε τουρκικό χορό.

β) Μια οριστική μορφή και διαμόρφωση των ελλ. κυπριακών χορών ώστε να παραμερισθή κάθε νοθεία και παραφθορά των με κινήσεις και φυγούρες ξενικής προελεύσεως.

Σχετικά με τη διατύπωση της ερμηνείας των ανδρικών και γυναικείων κυπριακών χορών, και στη θεωρία και στην πράξη, συνετέλεσα όσο μου ήταν δυνατό κατά της επανειλημμένες συναντήσεις μου με τον κ. Ασσιώτη, ο οποίος κατέφυγε στο σπίτι μου για τα ζητήματα αυτά των κυπριακών χορών κάθε φορά που ένιωθε πως χρειαζόταν κάποια διαφώτιση. 

Στο σημείον αυτό ο αναγνώστης μπορεί να μου προβάλη το κατωτέρω ερώτημα. Από πού βρήκα την ερμηνεία αυτήν την οποίαν διετύπωσα στην εφημερίδα Ελευθερία στις 7.9.60, 7.5.61, 11.5.61, 16.5.61, (ως 22.3.61 σχετικό με το συγκρότημα του κ. Γρηγόρη Ασσιώτη);

Ημουν ακόμη μαθητής της Γ τάξης του Ιεροδιδασκαλίου στη Λάρνακα (Σχολ. Ετος 1913-14) οπότε ο καθηγητής των Ελληνικών είχε εκτήσει από όλους τους μαθητάς καταγραφή λαογραφικών υλικών στις σχολικές διακοπές του 1914, αφού έδωκε της σχετικές οδηγίες. Εγώ άρχισα από το καλοκαίρι εκείνο να μαζεύω λαογραφικόν υλικό, και πηγή στην οποίαν κατέφυγα ήταν κυρίως η γιαγιά μου Χατζιμαρία, ογδοντάχρονη τότε. Αυτή μου διηγήθηκε το παραμύθη της βασιλοπούλας, και τους χορούς των νεράϊδων, που προκάλεσε τους χορούς των λεβεντονιών βασιλόπουλων και τους χορούς των νεράϊδων, που τις έλεγε ανεράδες. Από τότε παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τους κυπριακούς χορούς, όχι μόνον σε γάμους αλλά και σε πανηγύρεις. που είναι απαραίτητοι οι ανδρικοί χοροί και κάθε φορά που αντίκρυζα γνήσιους χορούς, ιδίως στην Πιτσιλιά, αυτόματα ερχόταν στο νου μου το παραμύθη της γιαγιάς μου.

Στην αρθρογραφία μου για τους κυπριακούς χορούς τόνισα τις περιπτώσεις εκείνες που είδα νοθεία στους γνήσιους χορούς, ιδίως από επίδραση τουρκική, και που πρέπει να αποφεύγεται με κάθε τρόπο η νοθεία αυτή. Στις εμφανίσεις του κ. Ασσιώτη και σαν χορευτή και σαν δασκάλου των κυπριακών χορών, βρίσκω την απαιτούμενη γνησιότητα, και το παρών έργο του είμαι βέβαιος πως θα διευκολύνη, όχι μόνον την διδασκαλία των κυπριακών χορών αλλά και την γνησία διαμόρφωση και διατήρησή τους, ώστε να αντιπροσωπεύουν όσο το δυνατόν καλύτερα την Κύπρο και μπροστά στα μάτια όλων των Κυπρίων, και μπροστά σε όλους τους επισκέπτας της για να μένουν ολότελα ικανοποιημένοι. 

Πιστεύω ακόμη πως η χορογραφία που περιλαμβάνει στο βιβλίο του ο συγγραφεύς, και ιδίως τα βήματα που παριστάνει στα σκίτσα του, θα βοηθήση πολύ όποιον θα αναλάβη να διδάξη τους χορούς αυτούς. Προσθέτω δε και τούτο: Πως ο χορός της στάμνας εκτυλίσσεται μέσα σε απόλυτα καθαρό κυπριακό χρώμα και ενθουσιάζει τον θεατή. 

Τελειώνοντας εύχομαι στον συγγραφέα να βρεθή κάποτε υπό καλύτερες οικονομικές συνθήκες ώστε να μπορεί να κάνει έκδοση του βιβλίου αυτού σε πολλά αντίτυπα και να κυκλοφορήση σε ευρίτερον κοινό, οπότε θα μπορή οριστικά να επικρατίση ο γνήσιος χαρακτήρας των ελληνικών κυπριακών χορών.

 

Ιστορία των Αντικρυστών χορών

Ανδρικοί κυπριακοί χοροί

Κύριον χαρακτηριστικόν γνώρισμα των ανδρικών κυπριακών χορών είναι η παλληκαριά και η λεβεντιά, καθώς και η τσαχπινιά, που έχουν κύριο σκοπό να προκαλέσουν τον θαυμασμόν και την εκτίμησιν των θεατών και προπαντός του ωραίου φύλου. Για τούτον τον λόγο τα κορμιά των χορευτών είναι ευθυτενή με το κεφάλι όρθιο, το βλέμμα αγέρωχο και τις κινήσεις εύρυθμες, πράγμα το οποίον μας φανερώνει λεβεντιά και ευχρονίαν. Οι ανδρικοί χοροί Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος και Τέταρτος είναι χοροί αντικρυστοί και φανερώνει τούτο και το όνομά τους. Οι χοροί αυτοί είναι χοροί βασισμένοι σε ένα κυπριακό παραμύθι που λέγει ότι: 

Μια βασιλοπούλα όταν ήτο σε ηλικία να παντρευθή κάλεσε όλα τα παιδιά του τόπου να επιδειχθούν και να διαλέξη το πιο καλό, το πιο όμορφο, το πιο λεβέντικο παιδί που θα γινόνταν άντρας της. Γι’ αυτόν τον λόγον οι άντρες εκτελούν τους χορούς σύμφωνα με το παραμύθι και προσπαθούν να επιδείξουν τη λεβεντιά και την παλληκαριά τους όσο μπορούν καλύτερα για να κατακτήσουν την καρδιά της βασιλοπούλας. Η βασιλοπούλα μπροστά στην οποίαν εκτελέστηκαν οι ανδρικοί χοροί διάλεξε το λεβεντόπαιδο που της άρεσε, αφού παρακολούθησε τον χορόν των ζευγαριών. Αφού έκανε την εκλογήν της, έπρεπε ν’ αρχίση η ετοιμασία των προικών. Η εκλογή διαλαλήθηκε σε όλην την χώρα και οι νεράϊδες μαζεύτηκαν να γιορτάσουν τους αρραβώνες της βασιλοπούλας και να ετοιμάσουν τα προικιά, τα οποία ετοιμάζουν χορεύοντας. 

Ενα γενικόν χαρακτηριστικόν γνώρισμα των κυπριακών γυναικείων χορών είναι εκείνο που διακρίνει τους ανδρικούς χορούς, γιατί είναι κι αυτοί όλοι αντικρυστοί, με μια σημαντική  διαφορά. To αγέρωχο βλέμμα των ανδρικών χορών δεν υπάρχει στους γυναικείους. Το βλέμμα των κατευθύνεται (διευθύνεται) προς τα κάτω και προδίδει σεμνότητα στη γυναίκα. Αυτό είναι κύριον χαρακτηριστικόν των γυναικείων κυπριακών χορών, που είναι κατά κανόνα και στη μεγάλη τους πλεοσότητα χαμηλοβλεπούσες, ιδίως εκείνες των χωριών. Το αντίκρυσμα ή ντροπαλότητα και η σεμνότητα σε όλες τις κινήσεις των γυναικών είναι πράγματα μοναδικά στο να ελκύσουν την προσοχή και την εκτίμησιν των ανδρών. Αι κινήσεις των ποδών και των χεριών είναι τέτοιες ώστε, εκτός από την σεμνότητα, δείχνουν αναπαράσταση του ραψίματος των πρικιών της βασιλοπούλας.

Πρώτος Γυναικείος Αντικρυστός: Επίδειξις σεμνότητας της χαμηλοβλεπούσας Κυπριοπούλας. 

Δεύτερος και Τρίτος Γυναικείος Αντικρυστός: Κέντημα των προικιών της βασιλοπούλας με βελόνι ή με σμιλί. Σέρνονται με μαντήλι άσπρο, το χρώμα του οποίου φανερώνει την αγνότητα και την παρθενιά μιας κοπέλας. Αι κινήσεις των σεριών που το κρατούν από τα δύο άκρα, τα οποία είναι επομένως αντίθετα τεντωμένο είναι τέτοιες ώστε να δείχνουν πως η κοπέλα που χορεύει παριστάνει την νεράϊδα η οποία κεντά τα προικιά της βασιλοπούλας. Η Κυπριοπούλα παριστάνει ως σμιλί τον δείχτη από το κάθε χέρι της, κουνώντας το με τέτοιο τρόπο ωσάν να κεντά.

Τέταρτος Γυναικείος Αντικρυστός: Στον τέταρτο χορόν παραμερίζεται το μαντήλι και αρχίζει το ράψιμο του κρεβατιού με πολύ μεγάλες βελονιές και αδιάκοπες, λες και βιάζονται να τελειώσουν μια ώρα αρχίτερα.

Ασσιώτης, Γρηγόρης: Κυπριακοί χοροί, ανδρικοί και γυναικείοι. Λευκωσία, Μάιος 1962, 60 σελ.

Οι κυπριακοί χοροί που ακολουθούν προέρχονται από ένα χειρόγραφο τετράδιο που είχε την καλωσύνη να μου χαρίση ένας εξαιρετικός φίλος που επαγγέλλεται και το βιολάρη. Οι χοροί αυτοί, όπως με διαβεβαίωσε ο φίλος μου βιολάρης, ήταν του περίφημου Θεόδωρου από την Πάφο, ο οποίος υπήρξε μαθητής του διασημότερου βιολάρη της Κύπρου, του Παναουδκιού από τη Λάρνακα. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να ισχυριστώ με βεβαιότητα για την προέλευση των χορών. Για ένα πράμα μόνο είμαι βέβαιος: ότι οι χοροί αυτοί είναι απηλλαγμένοι από τις προσθήκες, παραλλαγές και στολίσματα των νεώτερων βιολάρηδων, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την παλιά γνωστή μελωδική γραμμή, αυτή που μας κληροδότησε η παράδοση. Δηλαδή έχουμε εδώ πέρα μιά από τις αρχικές μορφές των κυπριακών χορών, που μπορεί νά’ ναι και η πιο γνήσια. 

Στη συλλογή μου, εκτός από τους γνήσιους κυπριακούς χορούς, συμπεριελήφθηκαν και όλοι σχεδόν οι ξένοι χοροί που έχουν πια πολιτογραφηθή στην Κύπρο. Οι ελληνικοί Συρτοί, Καλαματιανοί κ.α., οι μικρασιατικοί (Ζεϊμπέκικοι), οι αραβικοί (Αραπιέδες) και οι σέρβικοι χοροί. Η δική μου εργασία περιωρίστηκε στη διόρθωση ωρισμένων σφαλμάτων, που έγιναν κατά την αντιγραφή των χορών, τη διόρθωση ωρισμένων σημείων αλλοιώσεως και σε μερικές περιπτώσεις στη ρυθμική αποκατάσταση των χορών. 

Σχετικά με τους δισταγμούς που αισθάνονται μερικοί για τη δημοσίευση των ξένων χορών που έχουν πολιτογραφηθή στην Κύπρο, όπως οι Ζεϊμπέκικοι, Σέρβικοι, Αραπιέδες κ.α., έχω να πω πως για μένα δεν υπήρξε ο ελάχιστος δισταγμός να τους συμπεριλάβω στη συλλογή μου, γιατί οι χοροί αυτοί χορεύονται από πολλά χρόνια στην Κύπρο και δεν λείπουν από κανένα γάμο, διασκέδαση ή πανηγύρι. Η μακροχρόνια κατοχή των χορών αυτών από το λαό μας μάς δίνει το δικαίωμα να τους θεωρούμε δικούς μας. Εξ άλλου αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Οι χοροί, που χορεύονται εκεί δεν είναι όλοι τοπικοί. Κατά καιρούς εισήχθησαν και ξένοι χοροί, που κατάντησαν τώρα να θεωρούνται δικοί τους. Τα προϊόντα του λαϊκού πολιτισμού ταξιδεύουν από χώρα σε χώρα κ’ είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε τι ανήκε κάποτε στον ένα λαό και τι στον άλλο. 

Η επιφύλαξη, που αισθάνονται μερικοί για τη δημοσίευση των ξένων χορών, αφορά κυρίως στους Ζεϊμπέκικους χορούς, επειδή σήμερα οι Ζεϊμπέκηδες ανήκουν στην τουρκική φυλή. Ομως οι χοροί τους δεν είναι τουρκικής προελεύσεως. Ειδικά για τους Ζεϊμπέκικους χορούς μπορούμε να παρακολουθήσουμε την παράδοσή τους ως τους πανάρχαιους χρόνους. Στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12ος, σελ. 6, γράφεται για τους Ζεϊμπέκηδες: «Ούτοι είναι ιδιάζουσα τάξις του εντοπίου μουσουλμανικού πληθυσμού των επαρχιών Προύσης και Αϊδινίου… Κατά τον V. Guinet οι Ζεϊμπέκαι φαίνονται απόγονοι των αρχαίων Θρακών, οίτινες μεταναστεύσαντες εις την Μικράν Ασίαν ίδρυσαν την πόλιν των Τράλλεων. Είναι πολεμικώτατοι παρέχοντες ως οι αρχαίοι πρόγονοί των τας υπηρεσίας των επί μισθώ, συχνάκις δε επιδιδόμενοι εις την ληστείαν». 

Κατά την ίδιαν Εγκυκλοπαίδειαν, τόμ. 2ος, σ. 635, οι Ζεϊμπέκηδες είναι «ιδιάζων φυλετικός τύπος εν τω σαντζακίω Αϊδινίου, τους οποίους οι Τούρκοι επεχείρησαν να παραστήσουν ως αντιπροσώπους της φυλής των. Είναι εν τούτοις εκτός αμφιβολίας, ανεγνωρίσθη δε ουχί μόνον υπό των Ευρωπαίων V. Guinet, El. Reclus, Texier, Mathieu, αλλά και υπό του αποθανόντος διευθυντού του Τουρκικού Αρχαιολογικού Μουσείου Κων/πόλεως Χαμδή Βέη, όστις εν τω βιβλίω του «Les costumes populaires de la Turquie» (Κων/πολις 1873) γράφει ότι οι Ζεϊμπέκαι δεν είναι τουρκικής φυλής, αλλά Θράκες μεταναστεύσαντες εις Μικράν Ασίαν και δημιουργήσαντες την πόλιν των Τράλλεων (Αϊδίνιον)». Επίσης εις το Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου, τόμ. 13ος, αναφέρεται ότι ο Ζεϊμπέκικος χορός είναι «χορός με επιδείξεις οπλομαχητικής. Πιθανώς αρχαίος θρακικός χορός, τον οποίον μετέφερον οι Ζεϊμπέκαι εκ Θράκης όταν μετηνάστευσαν εις την Μ. Ασίαν». 

Ενας από τους Ζεϊμπέκικους χορούς της συλλογής μου, ο υπ’ αρ. 3, χρησιμοποιεί την κλίμακα του αρχαίου Φρυγίου τρόπου. Το γεγονός αυτό μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Δεν μπορούσα να εξηγήσω την ύπαρξη ενός αρχαίου ελληνικού τρόπου, του Φρυγικού, στους Ζεϊμπέκικους χορούς. Ερευνώντας γι’ αυτό το ζήτημα βρήκα στη Μ.Ε. Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12ος, σ. 702, τα ακόλουθα: «Τινές υποστηρίζουν ότι Φρύγες, λαός συγγενής προς τους Ελληνας, διέπλευσαν τον Ελλήσποντον και εισέβαλον εις την Θράκην (είναι ούτοι οι δεχόμενοι ότι από το οροπέδιον του Ιράν εξώρμησαν οι Αριοι λαοί της Ευρώπης), άλλοι δε ότι από της Ελληνικής ή Ιλλυρικής χερσονήσου διά του Ελλησπόντου διεπέρασαν εις την Μ. Ασίαν Φρύγες και Θράκες». Φαίνεται λοιπόν ότι οι Φρύγες εισήγαγαν στην αρχαία Θράκη μαζί με άλλα στοιχεία του πολιτισμού των και τον Φρύγιο τρόπο, τον οποίο αργότερα οι Θράκες μετέφεραν στη Μ. Ασία όταν μετανάστευσαν εκεί. 

Να υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Φρύγιος τρόπος που βρήκα στο Ζεϊμπέκικο χορό είναι παλιά κληρονομιά από τους Φρύγες-Θράκες-Ζεϊμπέκηδες; Νομίζω πως αξίζει τον κόπο να γίνη μια σχετική έρευνα από τους ειδικούς ιστορικούς μας πάνω στο όλο ζήτημα.

 

Μελωδίες που καταγράφονται

Συρτός Πολίτικος, Συρτός Σκαλιότικος, Συρτός Αζιζιές, Συρτός γυναικείος (Αρμα χορός), Συρτός Συργιανός, Συρτός Θεσσαλονικός, Σέρβικος, Συρτός Χανιώτικος, Συρτός Οργανάκι, Συρτός Μαυρομμάτης, Αραπιές (Πρώτος), Αραπιές (Δεύτερος), Το Μασαίριν, Μάντρα, Καλαματιανός, Πρώτος ανδρικός, Δεύτερος ανδρικός, Τρίτος ανδρικός, Τέταρτος ανδρικός, Μπάλος, Πρώτος γυναικείος, Δεύτερος γυναικείος, Τρίτος γυναικείος, Τέταρτος γυναικείος, Ζεϊμπέκικος αρ. 1, Ζεϊμπέκικος αρ. 2, Ζεϊμπέκικος αρ. 3, Ζεϊμπέκικος αρ. 4, Ζεϊμπέκικος αρ. 5, Ζεϊμπέκικος αρ. 6



Τoμπόλης, Σώζος Κ.: Κυπριακοί ρυθμοί και μελωδίες. Λευκωσία, 1966, σελ. 151-152, VII-VIII

Η σταδιακή αλλαγή του τρόπου ζωής στην Κύπρο από τις αρχές του αιώνα μας ως το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, που επιταχύνεται μετά την Ανεξαρτησία (1960) και κορυφώνεται το 1974 (Τουρκική Εισβολή), είχε αρνητική επίδραση και στην παραδοσιακά λειτουργική μορφή του κυπριακού χορού.

Οι Κύπριοι χόρευαν κυρίως στα «τραπέζια» (γλέντι) του γάμου, στις διάφορες διασκεδάσεις (πανηγύρια, γιορτές), όπως επίσης τα βράδια σε καφενεία, στ’ αλώνια ή όπου αλλού μαζεύεται μία παρέα. Η γυναίκα, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, χόρευε λιγότερο (κυρίως στο γάμο).

Στην εποχή που εξετάζουμε (περίπου από το 1910 έως τη δεκαετία του 1970), βασικός χορός για τους άντρες και τις γυναίκες είναι ο καρτσιλαμάς (αντικριστός χορός). Ο καρτσιλαμάς αποτελείται από μία σειρά χορούς με μικρές διαφορές από ζευγάρι σε ζευγάρι, από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή. Οι χοροί αυτοί, που στην ουσία αποτελούν φάσεις ενός συνόλου, καθιερώθηκε να αναφέρονται ως καρτσιλαμάς ή πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος ή μπάλος, που συμπληρώνονται από άλλους χορούς, όπως συρτός, ζεϊπέκκικος, μάντρα. Το γλέντι συνηθίζεται να τελειώνει με τον πανελλήνιο καλαματιανό, που δίνει την ευκαιρία σε όλους να συμμετάσχουν χορεύοντας σε κύκλο.

Οι κυπριακοί χοροί είναι κυρίως αντικριστοί, που τους χορεύουν αποκλειστικά δύο άτομα (μόνο άντρες ή μόνο γυναίκες), και ατομικοί χοροί δεξιοτεχνίας στους άντρες, που πολλές φορές χορεύονται σε συνδυασμό με κάποιο εξάρτημα (δρεπάνι, μαχαίρι, «τατσά» και ποτήρι). Στα πατήματα και γενικά στη μορφή (κίνηση κορμιού, χεριών κ.λπ.) έχουν κοινά στοιχεία με χορούς του ιστορικού ελληνικού νησιώτικου χώρου (μικρασιατικά παράλια, νησιά και πόλεις του Αιγαίου, Ιόνια νησιά ). Εκτός από αυτά τα κοινά στοιχεία, συναντά κανείς και ιδιαίτερα τοπικά πατήματα, που χαρακτηρίζουν τον κυπριακό χορό, όπως π.χ. τα επιτόπου σταυρωτά πατήματα – κτυπήματα των ποδιών στο έδαφος του δεύτερου και ιδιαίτερα του τρίτου και του συρτού αντρικού χορού. Αλλο στοιχείο του κυπριακού χορού είναι ο αυτοσχεδιασμός, που μπορεί να οφείλεται στο ότι χορεύουν μόνο δύο άτομα, γι’ αυτό και κυριαρχεί έντονα το στοιχείο της σύγκρισης και κατ’ επέκταση ο ανταγωνισμός. Ομως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο αυτοσχεδιασμός και η ελευθερία που έχει ο χορευτής «να κάμνει τα δικά του», γίνονται μέσα σε αυστηρό στις κρίσεις του για υπερβολές κοινωνικό περίγυρο. Μάλιστα όσο πιο κλειστή είναι η κοινωνία, τόσο πιο αυστηρός είναι ο έλεγχος.

Αντρίκειοι χοροί

Οι χορευτές χορεύουν ο ένας απέναντι στον άλλο, συνήθως στο δικό τους περιορισμένο χώρο, ή αλλάζοντας θέση με το συγχορευτή τους. Χαρακτηριστική είναι η θέση και η κίνηση των χεριών που συνήθως κρατούν ανοικτά στα πλάγια.

Σε πολλά μέρη θεωρούσαν καλό χορευτή εκείνον που, όπως έλεγαν, χόρευε «πάνω στο βελόνι» ή «σε ένα μάρμαρο» (λαϊκή έκφραση που σημαίνει μία πλάκα με διαστάσεις 40 X 40 εκ. περίπου). Ακόμα, καλός χορευτής ήταν αυτός που χόρευε «με το πάτημα του βκιολιού», ή αλλιώς αυτός που «πατά στο χρόνο»· αλλά, πάν’ απ’ όλα, καλός χορευτής ήταν εκείνος που πρωτοτυπούσε, «έκανε τα δικά του». Σημειώνουμε τη σημασία που έχουν για το «κράτημα» του ρυθμού στον αντρικό κυπριακό χορό «τα τσακρίσματα» των δακτύλων («στράκες»). Γι’ αυτό οι χορευτές, πριν αρχίσουν ακόμα να χορεύουν, «σκονίζουν» τα δάκτυλα ακουμπώντας τα στη γη ή στα τακούνια των παπουτσιών τους, για ν’ ακούγονται πιο δυνατά. Πολλοί θυμούνται χορευτές που ξεχώριζαν από μακριά για το πολύ δυνατό «τσάκρισμα» των δακτύλων.

Οι χορευτές αρχίζουν πάντα με τον καρτσιλαμά ή πρώτο, ακολουθεί ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος. Σε μερικά χωριά, της ορεινής Κύπρου κυρίως, ο δεύτερος και ο τρίτος αποτελούν ένα χορό, τον δεύτερο, με αποτέλεσμα ο επόμενος χορός να θεωρείται ως τρίτος αντί τέταρτος (ΡFF 8, Α3). Συνήθως μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου (ΡFF 11, Α2) και σε χωριά κυρίως της Πάφου μετά τον τέταρτο (ΡFF 14, Β2) παρεμβάλλεται ο τραουδιστός ή της τραουδκιάς ως προέκταση του τρίτου ή του τέταρτου. Τραγουδιέται από τους χορευτές, τους μουσικούς ή και τους παρευρισκομένους. Ο τραουδιστός είναι συνήθως δίστιχα της στιγμής, που «τα ταιρκάζουν στην περίσταση». Η φωνή του τραουδιστού ή της τραουδκιάς στα περισσότερα μέρη είναι ή ίσια ή κάποια τοπική παραλλαγή της. Τον τέταρτο μπορούσαν να τον παραλείψουν. Στον μπάλο (πρώτο και δεύτερο) τραγουδά ο ένας ή και οι δύο χορευτές, ο ένας μετά τον άλλο, συνήθως όμως ο καλοφωνάρης. Την ώρα του τραγουδιού, όπως και στον τραουδιστό, οι χορευτές σταματούν το χορό, ενώ στο γύρισμα της μουσικής, το ππεστρέφιν, χορεύουν και πάλι. Τις τελευταίες δεκαετίες, με την έλλειψη των καλοφωνάρηδων, ο μπάλος έχει σχεδόν καταργηθεί. Ακολουθεί ο συρτός, που και αυτός χορεύεται από το ζευγάρι, πρώτα από τον ένα χορευτή, ενώ ο άλλος τον βοηθά κρατώντας του το μαντίλι ή κτυπώντας παλαμάκια, κι έπειτα απ’ τον άλλο. Σε αρκετά μέρη η μάντρα είναι ο τελευταίος χορός που χορεύει το ζευγάρι.

Μεταξύ συρτού και μάντρας οι χορευτές ζητούσαν και χόρευαν ατομικούς χορούς, όπως ο ζεϊπέκκικος, ο καροτσέρης, το μασαίριν, το δρεπάνιν, η τατσά και το ποτήριν ή αραπιές της καντήλας.

Οι χοροί πρώτος και τέταρτος έχουν το ίδιο βασικό πάτημα (βήμα) και πάνω σ’ αυτό οι χορευτές αυτοσχεδιάζουν. Ο τέταρτος διαφέρει από τον πρώτο στο ότι έχει μεγαλύτερη ποικιλία χορευτικών κινήσεων.

Ο δεύτερος, ο τρίτος, οι τραουδιστός και μπάλος στο ππεστρέφιν τους, ο συρτός και η μάντρα έχουν κοινούς βηματισμούς, όπως το χαρακτηριστικό βήμα του νησιώτικου συρτού και μπάλου (τρία πατήματα με ρυθμό .., ή και ..), είδος promenade, που τους ποικίλλουν διαρκώς με νέα σχήματα. Οι ίδιοι οι χορευτές λένε γενικά: «κάμνω, ό,τι μου έρτει».

Πέρα από τις ομοιότητες και διαφορές στα «πατήματα» που είπαμε πιο πάνω, και τον παραλληλισμό της σχέσης μεταξύ των δύο χορευτών του κυπριακού συρτού με τους δύο πρώτους του νησιώτικου συρτού, ο κυπριακός συρτός διαφέρει από τους ελλαδικούς νησιώτικους συρτούς στο ότι είναι περισσότερο ατομικός χορός, ενώ εκείνοι κυρίως ομαδικοί και κυκλικοί χοροί.

Τέλος, μερικές φορές πατήματα που χαρακτηρίζουν τον δεύτερο, τον τρίτο, τον μπάλο, τον συρτό και τη μάντρα τα συναντούμε στον πρώτο και τον τέταρτο, ή και το αντίθετο.

Ο ζεϊπέκκικος ή το ζεϊπέκκικο είναι ατομικός χορός που επιτρέπει στο χορευτή να δημιουργεί τις «φιγούρες» του και να κινείται στο χώρο πιο ελεύθερα απ’ ό,τι στους υπόλοιπους κυπριακούς χορούς. Επίσης, έχει πιο σύνθετα πατήματα στο βασικό βηματισμό. Ολα αυτά βοηθούσαν το χορευτή στο να επιδείξει ακόμα περισσότερο τη δεξιοτεχνία του. Υπήρχαν μάλιστα χορευτές που διακρίνονταν για την ιδιαίτερη επίδοση τους στον ζεϊπέκκικο.

Ο ζεϊπέκκικος εκτελείται συνήθως ύστερα από τους καρτσιλαμάδες και τον συρτό – τον χορεύει ο ένας από τους δύο, ενώ ο σύντροφος του παραστέκεται κτυπώντας κάποτε παλαμάκια. Διαφέρει από τον ζεϊμπέκικο του κυρίως ελλαδικού χώρου, που χορευόταν αρχικά σχεδόν επί τόπου.

Στα μέρη που δεν χορευόταν η μάντρα, ο ζεϊπέκκικος συνήθως ήταν ο τελευταίος χορός του κάθε ζευγαριού χορευτών.

Το δρεπάνιν, το μασαίριν και η τατσά είναι ατομικοί χοροί που συνήθως χορεύονται στην ίδια μελωδία (ΡFF 9, Β7).

Ο χορός του δρεπανιού ξεκινά από το θέρος. Οι καλοί θεριστάδες πάνω στη δουλειά «έπαιζαν το δρεπάνι», έκαναν επιδέξιες και γρήγορες κινήσεις με αυτό γύρω στο κορμί και πάνω απ’ το κεφάλι κι έκοβαν ξυστά κουτσούλες (το άκρο του σταχιού με τον καρπό) χωρίς να σταματούν το θέρισμα.

Την ημέρα που ποθέριζαν, όταν θα θέριζαν τα τελευταία χωράφια ενός γεωργού, γίνονταν τα ποθέρκα (απειλές των « θεριστάδων» προς τον ιδιοκτήτη για να τους «τάξει», τα διάφορα παιγνίδια, τα τραπεζώματα στο τέλος κ.ά.). Στο Ριζοκάρπασο σώζεται μελωδία (ΡFF 9, Β2) που έπαιζαν τα όργανα στους θεριστές στα ποθέρκα των χωραφιών του μοναστηριού του Απόστολου Αντρέα. Στην περιοχή της Καρπασίας οι παλιοί ονόμαζαν «παίξιμο του δρεπανιού» το χορό του δρεπανιού, το χορό δηλαδή που χορευόταν έως τελευταία στα πανηγύρια και τη γιορτή του κατακλυσμού. Οι πληροφορίες για το «παίξιμο του δρεπανιού» και, στη συνέχεια, το «χορό του δρεπανιού» μαρτυρούν την παλαιότητά του. Οι φάσεις του θέρου στην Κύπρο μας αποκαλύπτουν ένα δρώμενο γονιμικής μαγείας και αποτροπής του κακού. Το δρεπάνιν σήμερα, χορός επίδειξης δεξιοτεχνίας, το συναντούμε στον κατακλυσμό ως χορό διαγωνισμού. Χορεύεται πάντα από ένα χορευτή.

Στο μασαίριν ο χορευτής κινείται ρυθμικά, βαστώντας ένα τσακκίν (σουγιά) ή ένα μαχαίρι, γύρω από το συγχορευτή του. Στη συνέχεια μπήγει το μαχαίρι στη γη και χορεύει πάνω και γύρω απ’ αυτό. Με τη βοήθεια του συντρόφου του λυγίζει προς τα πίσω, πιάνει το μαχαίρι με τα δόντια του, σηκώνεται και χορεύει. Τέλος, κινεί το μαχαίρι με μεγάλη δεξιοτεχνία κοντά στο πρόσωπο, γύρω και πάνω από το κεφάλι και το σώμα του συγχορευτή. Σε μερικά χωριά, κυρίως της Μεσαορίας, ο χορευτής μαχαιρώνει εκείνον που τον βοηθούσε προηγουμένως, ο οποίος ξαπλώνει κάτω. Ακολουθεί μιμική αναπαράσταση της εκδοράς και του καθαρισμού του σφάγιου. Τέλος, τον φορτώνεται και χορεύει. Στη μελωδία και τη σύνθετη αυτή μορφή το μασαίριν είναι πολύ σχετικό με το χορό του χασάπη της Αγιάσου στη Λέσβο.

Η τατσά είναι επίσης καθαρά δεξιοτεχνικός χορός. Ο χορευτής στροβιλίζει μία σίτα που μέσα έχει τοποθετήσει ένα ποτήρι γεμάτο νερό, από το οποίο δεν πρέπει να χυθεί ούτε μία στάλα. Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια οι χορευτές (συγκροτήματα ) τοποθετούν όλο και περισσότερα ποτήρια.

Στην ίδια υπερβολή έχει φτάσει και ο αραπιές της καντήλας, ο χορός με το ποτήρι. Ο χορευτής, αφού τοποθετήσει ένα μαντίλι πάνω σ’ ένα μισογεμάτο ποτήρι με νερό, το αναποδογυρίζει τοποθετώντας το πάνω στο κεφάλι του και χορεύει προσπαθώντας να κρατά σε ισορροπία το ποτήρι. Κορυφαία στιγμή, όταν γονατίσει και γείρει το κορμί του προς τα πίσω, για να επανέλθει στην αρχική θέση χωρίς να του πέσει το ποτήρι ή να χυθεί το νερό. Σήμερα, ο χορευτής ισορροπεί όσα περισσότερα ποτήρια μπορεί.

Γυναικείοι χοροί

Οι γυναίκες χορεύουν τον καρτσιλαμά σε τέσσερις φάσεις ή μέρη και το συρτό. Σε μερικά χωριά, κυρίως της ορεινής Κύπρου, το συρτό τον χόρευαν και ομαδικά σε κύκλο. Σε μερικές περιοχές χορεύεται ο άρμα χορός, συρτός και αυτός, και πιο σπάνια – τις τελευταίες δεκαετίες – ο μπάλος ως πέμπτη φάση του καρτσιλαμά πριν από το συρτό. Σε άλλα πάλι χωριά χορεύεται ο αραπιές και σε άλλα η σούστα. Ο αραπιές, χορός αυστηρός στο ύφος και με πατήματα λιτά και απλά, πιθανόν να αποτελούσε παλιότερα φάση του καρτσιλαμά.

Οι χοροί των γυναικών χορεύονται ήρεμα και σοβαρά. Πολλές γυναίκες χορεύουν σχεδόν επί τόπου, «σ’ ένα μάρμαρο», σχηματίζοντας η καθεμιά ένα δικό της νοητό τετράγωνο. Τα χέρια παίρνουν διάφορες θέσεις. Πότε το ένα ή και το άλλο ακουμπούν στην κόξαν, δηλαδή στη μέση, με το άλλο κάτω ή να κινείται ελαφρά πάνω, στο ύψος των ώμων. Σε μερικά χωριά έλεγαν κόξες τη μία φάση του καρτσιλαμά, συνήθως τον δεύτερο, επειδή οι κοπέλλες, όταν τον χόρευαν, ακουμπούσαν και τα δύο χέρια στη μέση (κόξαν) τους. Στα περισσότερα μέρη στον τρίτο η κάθε κοπέλλα κρατά με τα δύο χέρια μπροστά της τεντωμένο το μαντίλι της. Γι’ αυτό ο τρίτος λέγεται και μαντίλιν ή μαντιλού(δ)ιν. Στον πρώτο και τον τέταρτο τα χέρια κρατιούνται μπροστά στο ύψος των ώμων, με μια ήρεμη αντισταθμιστική κίνηση ισορροπίας. Αυτή η θέση των χεριών φέρνει στο νου μικρασιάτικους γυναικείους καρτσιλαμάδες. Σε ορισμένα ωστόσο χωριά οι γυναίκες κρατούν τα δύο χέρια ενωμένα μπροστά κοντά στο σώμα και σε άλλα πάλι αφήνουν και τα δύο χέρια να κρέμονται κάτω ακίνητα κοντά στο σώμα. Πολλές, άλλωστε, υποστηρίζουν ότι αυτός είναι ο παλιότερος τρόπος.

Γενικά στα πατήματα, ο πρώτος ταιριάζει με τον τέταρτο και στις περισσότερες περιοχές ο δεύτερος με τον τρίτο και τον συρτό. Οπως στους αντρικούς, το ίδιο και στους γυναικείους καρτσιλαμάδες συναντούμε μερικές φορές τα πατήματα του δεύτερου και του τρίτου στον πρώτο και τέταρτο. Η σούστα στα περισσότερα μέρη χορευόταν από τις δύο κοπέλλες όπως οι άλλοι καρτσιλαμάδες. Στα πατήματα μάλιστα ταιριάζει με τον δεύτερο ή τον τρίτο ή/και τον συρτό, ανάλογα με την περιοχή. Στον συρτό, όπως ακριβώς γίνεται και στους άντρες, πρώτα χορεύει η μία κοπέλλα και η άλλη τη βοηθά κρατώντας της το μαντίλι, και μετά αλλάζουν για να χορέψει η άλλη.

Μερικοί θυμούνται παλιότερα τους βιολάρηδες να τραγουδούν δίστιχα στους γυναικείους χορούς (πρώτο, δεύτερο, τρίτο). Τις τελευταίες δεκαετίες το συναντούμε μόνο στον τρίτο, όταν χορεύεται ως χορός του αντρόυνου.

Η μόνη περίπτωση που χορεύουν μαζί άντρας και γυναίκα στους κυπριακούς χορούς, είναι όταν χορεύει η νύφη με το γαμπρό στο γάμο. Ο χορός του αντρόυνου λέγεται επίσης χορός της νύφης. Συνήθως χορεύεται στη μελωδία του τρίτου γυναικείου. Υπάρχουν και βιολάρηδες που για το χορό αυτό παίζουν διαφορετική μελωδία. Υπάρχουν μαρτυρίες για το χορό της νύφης ότι χορεύεται όχι από το αντρόυνο, αλλά από τη νύφη με την κουμέρα (κουμπάρα). Τα τελευταία χρόνια στα χωριά, όταν γίνονται «τραπέζια» στο γάμο, η νεότερη «ορχήστρα» (μπουζούκι, «τζάσπα», δηλ. «τζαζ», «αρμόνιο», «συνθεσάιζερ», ακκορντεόν, κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα, τις περισσότερες φορές και βιολί, κ.ά., όλα συνήθως με «μαγνήτες» και ενισχυτές) θα παίξει το χορό του «αντρόυνου» για να «πλουμίσουν» το ζευγάρι. Ο χορός αυτός είναι ο μόνος από τους παραδοσιακούς χορούς που χορεύεται τόσο συχνά στο σημερινό κυπριακό γάμο. Το πλούμισμα, το καρφίτσωμα χαρτονομισμάτων στα ρούχα του αντρόυνου, από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, την κυριότερη αιτία που χορεύεται ακόμα συχνά ο χορός αυτός.

Η περιορισμένη ως σήμερα μελέτη του κυπριακού χορού δεν έχει αντιμετωπίσει σφαιρικά το χορό και έχει ενδιαφερθεί περισσότερο για τη μουσική, γιατί οι περισσότεροι μελετητές παραβλέπουν τη σημασία της κίνησης και καταλήγουν σε συμπεράσματα στηριζόμενοι μόνο στη μελωδία. Οπως συμβαίνει όμως και αλλού, τις περισσότερες φορές η κίνηση προϋπάρχει και προσαρμόζεται στις νεότερες μελωδίες παίρνοντας και το όνομα τους.

Η εκτεταμένη κινηματογράφηση, έστω και αργά, των φορέων-χορευτών και η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερου πληροφοριακού υλικού, θα αποτελέσουν μία βάση για μελέτη.

Ο σημερινός ερευνητής έχει ν’ αντιμετωπίσει: 1) Τη σπανιότητα ευκαιριών να παρακολουθήσει τους χορούς να λειτουργούν στο δικό τους ιδιαίτερο παραδοσιακό περιβάλλον και γι’ αυτό συνήθως είναι υποχρεωμένος να δημιουργεί τεχνητές ευκαιρίες για να τους δει. 2) Τη μεγάλη ηλικία των χορευτών, που δεν τους επιτρέπει ν’ αναπτύξουν τους χορούς στην πλήρη τους κινητικότητα και τις άπειρες παραλλαγές που δημιουργούνται από την ελευθερία για προσωπική ερμηνεία του κάθε χορευτή (αυτοσχεδιασμός χωρίς τον έλεγχο του κοινωνικού περίγυρου). 3) Την επίδραση των κυπριακών χορευτικών συγκροτημάτων με τη γενικότερη εντύπωση που έχουν δημιουργήσει και σε εκείνους που δεν γνωρίζουν τον κυπριακό χορό πραγματικά και στους ίδιους, κυρίως στους νεότερους, τους Κυπρίους.

Καθοριστικοί παράγοντες, κατά τη γνώμη μας, για την τυποποίηση και αλλοτρίωση του κυπριακού παραδοσιακού χορού είναι, από τη μία μεριά, η «διδασκαλία» (εξωσχολική και σχολική) και, από την άλλη, οι τοπικοί διαγωνισμοί δεξιοτεχνίας χορού. Επίσης καθοριστική, περισσότερο για την αλλοτρίωση των τοπικών χορών της Κύπρου, είναι η επίδραση έμμεσα ή άμεσα των «φολκλοριστικών μπαλέτων», κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης. Αποτέλεσμα, η ισοπέδωση κίνησης και ύφους και η απάμβλυνση των ποικίλων και χαρακτηριστικών εκείνων τοπικών και ατομικών μικροδιαφορών στα «πατήματα», στη στάση του κορμιού, τις κινήσεις και τις θέσεις των χεριών, το ύφος γενικά. Εκτός απ’ αυτά, αλλοιώνεται ολοκληρωτικά η μορφή και το πνεύμα του κυπριακού χορού με την αύξηση του αριθμού των ζευγαριών, τη δημιουργία μικτών χορών και την εξομοίωση κίνησης και ύφους. Η εκτέλεση «διατεταγμένων» κινήσεων από τον ένα («χορογράφο-δάσκαλο») στους πολλούς βρίσκεται σε αντίθεση με το αυθόρμητο και την πρωτοβουλία του παραδοσιακού χορευτή.

Η μορφή με την οποία παρουσιάζονται – εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις – από την τηλεόραση οι κυπριακοί χοροί, δεν υπήρξε και δε λειτούργησε ποτέ στην παραδοσιακή κοινωνία. Η μορφή αυτή είναι αποκλειστικό δημιούργημα των «φολκλοριστικών συγκροτημάτων» χωρίς τη συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού της Κύπρου. Για τη μελέτη του κυπριακού χορού απαιτείται ακόμα έρευνα, πρώτα σε τοπική κλίμακα και μετά σε σύγκριση με το χορό στους γειτονικούς χώρους της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

Ιακωβίδης, Αλέκος: “Κυπριακοί χοροί”, ένθετο τη κασετίνας δίσκων ¨Κύπρος – Δημοτική μουσική”. Ναύπλιο, Πελοποννησικό Λαογραφικό Ιδρυμα, 1988.

Ο χορός φαίνεται ότι είναι δυνατό στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου από την πρωτόγονή του διαβίωση. Η προσπάθειά του να μιμηθεί ή να αναπτύξει ορισμένες από τις ενέργειές του, που ήταν αναγκαίες για τη διαβίωσή του, έγιναν ο βασικός παράγοντας για τη δημιουργία κινήσεων που, και με την ανακάλυψη και χρήση της μουσικής και των μουσικών οργάνων, ώθησαν τον άνθρωπο στη δημιουργία των χορών. Ανάλογα με την εξέλιξη της ζωής κάθε λαού, μπορεί να λεχθεί, αναπτύχθηκε και ο χορός. Οι διάφορες εικόνες που υπάρχουν στα διάφορα αγγεία και τα απολιθώματα καθώς και οι πιο καθαρές ενδείξεις που υπάρχουν ενώ προχωρεί η ιστορία, φανερώνουν ότι ο χορός έχει απασχολήσει τις διάφορες κοινωνίες. Ενα αποδεικτικό στοιχείο ανάγεται στο 3000 π.Χ. σε παράσταση σε γαλλικό σπήλαιο, όπου ένας μάγος κατευθύνει λατρευτικό χορό. Στην Αρχαία Αίγυπτο ο χορός αποτελούσε βασικό τρόπο θρησκευτικής έκφρασης. Ο χορός επίσης παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη σαν μέρος/τρόπος έκφρασης λατρείας.

 

Στην Αρχαία Ελλάδα ο χορός θεωρήθηκε “θεϊκή τέχνη” (Λουκιανός) και προστάτιδά του ήταν η μούσα Τερψιχόρη. Είχε χρησιμοποιηθεί στη θρησκεία, την παιδεία, το θέατρο και την ψυχαγωγία. Μερικά παραδείγματα χορευτικής δραστηριότητας στην Αρχαία Ελλάδα είναι τα ακόλουθα: Ο Θησέας χόρεψε στη Δήλο το χορό Γέρανο με τους νέους και τις νέες που έσωσε από το Μινώταυρο. Η θεά Ρέα δίδαξε χορό στη Κρήτη. Οι Σπαρτιάτες εκτελούσαν χορούς μετά από κάθε νικηφόρα πολεμική αναμέτρηση. Ο Αισχύλος χρησιμοποίησε πρώτος το χορό στην τραγωδία και ο Αριστοφάνης στην κωμωδία. Ο Μέγας Αλέξανδρος χόρεψε μπροστά στον τάφο του Αχιλλέα.

Με τη ρωμαϊκή εποχή ο χορός υφίσταται παρακμή, η οποία συνεχίζεται και στο μεσαίωνα. Με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ανάγκη που αισθάνθηκαν οι ραγιάδες για διατήρηση της παράδοσης άρχισαν να επαναφέρονται στοιχεία που χαρακτήριζαν τον ελληνικό πολιτισμό και μεταξύ αυτών και το χορό. Ετσι άρχισε να επανεμφανίζεται ο ελληνικός χορός σαν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο προσδιορισμού του ελληνικού πολιτισμού.

Ο κυπριακός χορός, όχι βέβαια πλήρως με τη σημερινή του μορφή, ήταν φυσικό να αρχίσει να αναπτύσσεται από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της Κύπρου. Αν και είναι δύσκολο να οριστεί με κάθε ακρίβεια η μορφή των χορών της Κύπρου κατά τις διάφορες περιόδους της ιστορίας της, πρέπει να αναμένεται ότι αυτοί είχαν αναπτύξει τέτοια μορφή που να συνάδει με τις πολιτικές, κοινωνικές, στρατιωτικές, οικονομικές, ηθικές και πολιτιστικές αξίες και καταστάσεις που επικρατούσαν στο νησί κάθε περίοδο, σύμφωνα βέβαια με την αντιμετώπιση του χορού στα γειτονικά μέρη – Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, Ελλάδα.

Ο χορός έχει πάρει ιδιαίτερη ανάπτυξη στην Κύπρο τον εικοστό αιώνα. Εκτός από τον έντεχνο χορό (μπαλλέτο), που γίνεται γνωστός στην Κύπρο τον 20ο αιώνα, οι Κύπριοι χόρεψαν και χορεύουν όλους τους χορούς που χορεύονται σε όλα τα μέρη του κόσμου (Ταγκό, Ρούμπα, Βαλς, Πόλκα, Τουίστ, Τσα-τσα κ.α.). Ξεχωριστή σημασία όμως ανάμεσα στους Κύπριους του 20ου αιώνα έχουν οι ελληνικοί χοροί (Καλαματιανός, Τσάμικος, Πεντοζάλης, Χανιώτικος, Τρίτος Μακεδονικός, Χασάπικο και Ζεϊπέκικο).

Μοναδικότητα για την Κύπρο έχουν οι κυπριακοί χοροί. Αυτοί χορεύονται ή χορεύτηκαν από τους Κύπριους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να θεωρούνται κτήμα του λαού και χαρακτηριστικό της εθνικής του ταυτότητας. Ο κυπριακός χορός έχει πάρει μια τέτοια μορφή και νοοτροπία που του δίνει μια ξεχωριστή παρουσία, γεγονός που θεωρείται σαν βασικό κριτήριο ονομασίας και ορισμού του.

Απλώς κάθε χορευτής προσπαθούσε να κάμει τις κινήσεις που ήξερε πάνω στην ίδια βάση και άσχετα με τις κινήσεις του άλλου χορευτή. Κάθε χορευτής έκανε τους βηματισμούς του, τα πηδήματά του, τα σταυρώματα, τα καθίσματα, όποτε έκρινε κατάλληλο και χωρίς συνειδητούς περιορισμούς. Υπήρξε δηλαδή μεγάλη ελευθερία και αυτοσχεδιασμός την ώρα του χορού, επειδή ο κυπριακός χορός ήταν κυρίως ατομικός παρά ομαδικός. Κάθε χορευτής μπορούσε να κάμει τις δικές του φιγούρες, ή φιούρες (Ξενής Λιοντάρης), ή τσιαλίμια, ή σκέρτσα (Βασίλης Χαπέσιης), ή τσιαρμάες (Φρέναρος), η συνισταμένη ή/και το σύνολο των οποίων δημιούργησαν τη βάση ή/και συνέχισαν, σύμφωνα με τους κανόνες ανάπτυξης της παράδοσης, τον χορευτικό πλούτο της Κύπρου.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι ο χορευτής μπορούσε να χορεύει τον ίδιο χορό διαφορετικά κάθε φορά. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολύ διαφορετικές κινήσεις από εκείνες που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενη φορά. Ακόμα μπορούσε να αλλάξει την έκφρασή του. Ο καλός χορευτής, έτσι επικράτησε η γνώμη, ήταν εκείνος που έπαιρνε την κατάλληλη έκφραση, που εκτελούσε τις κινήσεις του πάνω στο ρυθμό και μάλιστα όμορφα κι επιδέξια και τις συνόδευε με λεβέντικα κτυπήματα και καθίσματα. Ενας καλός χορευτής, ακόμη, δεν έχανε ποτέ το ρυθμό, διέθετε καλό και γεροδεμένο κορμί κι αντιμετώπιζε το χορό με έρωτα και μεράκι (Κυριάκος Καρνέρας, Ξυλοτύμπου 15/05/1983).

Μεστός από ελευθερία κα αυτοσχεδιασμό ο κυπριακός χορός καθιστούσε γι αυτό δύσκολη τη συστηματική μελέτη και διδασκαλία του, γιατί απουσίαζε από αυτόν η σταθερότητα στις κινήσεις στη σχέση τους με τη μουσική. Απουσίαζε ακόμη η χάρη της ομοιομορφίας. Οι χοροί που χορεύονταν με αυτόν το τρόπο ήταν κυρίως οι Καρτζιλαμάδες, ο Συρτός, ο Ζεϊπέκικος, η Μάντρα, και ορισμένοι κωμικοί χοροί. Πρώτος ο Γρηγόρης Ασσιώτης ανακάλυψε κα περιέγραψε τη σχέση κίνησης (βημάτων) και ρυθμού, διαίρεσε τη μουσική των Καρτζιλαμάδων σε βήματα σε σχέση με το ρυθμό, έβαλε σταθερά βήματα, που πέτυχε να καθιερώσει, να σταθεροποιήσει και να μεταδώσει σε άλλους χορευτές.

Μελέτες για την εξέλιξη του κυπριακού χορού από πλευράς κίνησης είναι ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες. Προς το παρόν δεν υπάρχει καθαρή εικόνα για την εξέλιξη των κυπριακών χορών από την άποψη της κίνησης. Μπορεί όμως να ειπωθεί πως, μολονότι το νόημα και η τελετουργική αξία κάθε χορού θα ξαπλώσει ρίζες μέχρι την κλασσική Ελλάδα και πιο πριν ακόμη, η εξέλιξη του κυπριακού χορού στη διάρκεια του 20ου αιώνα είναι χαρακτηριστική. Ιδιαίτερα από το 1960, η Κύπρος σαν ανεξάρτητο κράτος επιζήτησε να τονίσει την εθνική της ταυτότητα, τη φυσιογνωμία της, τις ρίζες της και στο χορό. Στην περίοδο από το 1955-1980 έγινε ευρεία και αξιοπρόσεκτη εργασία γύρω από τον κυπριακό χορό με πρωτεργάτη το Γρηγόρη Ασσιώτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μερικές νέες κινήσεις ανταποκρίνονται στο νόημα και στο παραδοσιακό αντίκρυσμα του χορού και μερικές καθόλου. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελεί κίνητρο ανησυχίας γιατί ο λαός έχει τη δύναμη ν’ αφομοιώνει κάθε στοιχείο που ανταποκρίνονται στην παράδοση και τη φυσιογνωμία του. Εξάλλου οι Κύπριοι στην περίοδο αυτή δημιουργούν και οι ίδιοι λαϊκή παράδοση όπως και οι πρόγονοί τους.

Σύμφωνα με πληροφορίες που διασώζει ο Νικόλας Φανή (Αμμόχωστος, 1911-) από γεροντότερους, τους χορούς πριν το 1910 διάκρινε περισσή ζωντάνια, εκφραστικότητα και αγωνιστικότητα. Κάθε χορευτής δημιουργούσε τις δικές του φιγούρες και το γεγονός αυτό πρόσφερε τη δυνατότητα ποικιλομορφίας στις φιγούρες. Σύμφωνα πάλι με άλλη μαρτυρία (Παύλος Δημητρίου, συνέντευξη 24/06/1983), γενικά οι κυπριακοί χοροί όπως χορεύονταν το 1983 βρίσκονται σε ψηλότερο τεχνικό επίπεδο σε σύγκριση με εκτέλεση της περιόδου 1930.

Ο κυπριακός χορός του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα και του δέκατου έννατου αιώνα και πιθανό πιο πριν, έχει αναπτυχθεί ή/και δημιουργηθεί/αναδημιουργηθεί μέσα από τις γιορταστικές εκδηλώσεις για το γάμο. Το πάντρεμα δύο ανθρώπων για την κυπριακή κοινωνία ήταν σημαντικό γι’ αυτούς που παντρεύονταν μα και για τους συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς του ζευγαριού. Ετσι σε μια εποχή που άλλη διασκέδαση εκτός από αυτή του γάμου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, ο χορός χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα για να ικανοποιήσει αρκετές ανάγκες. Μερικές από τις ανάγκες αυτές, που ήταν επακόλουθο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της εποχής, είναι οι ακόλουθες: α) Διασκέδαση των προσκαλεσμένων στο γάμο. β) Επίδειξη των νέων προς το αντίθετο φύλο, τους γονείς και τους συγχωριανούς τους. γ) Ενδειξη εκτίμησης προς τους νεόνυμφους. δ) Επίδειξη μουσικών και ποιητικών ικανοτήτων. ε) Επίδειξη αρμονίας στο χορό του νέου ζευγαριού. ζ) Επίδειξη προς το κοινό των διαφόρων δώρων, ιδίως χρηστικών, που δωρίζονται στο αντρόγυνο ιδιαίτερα από τους συγγενείς.

Εκτός από την εκτέλεση κυπριακών χορών στο γάμο, όπου ήταν και το φυσικό κέντρο, έχουν παρουσιαστεί με μεγάλη επιτυχία κυπριακοί χοροί σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Μερικές από αυτές είναι οι εξής: πανηγύρια (Αποστόλου Ανδρέα, 15 Αυγούστου), γιορτές του Κατακλυσμού (Λάρνακα, Κερύνεια, Παραλίμνι, Λεμεσός, Πάφος), τη Λαμπρή, τις Σήκωσες και τη Καθαρή Δευτέρα, τα Χριστούγεννα, φεστιβάλ (Φεστιβάλ Καρλσπεργκ, Παμπάφια, Γιορτή του Κρασιού), στο εξωτερικό και σε ξενοδοχεία για τουρίστες. Ενα στοιχείο που έγινε αποδεκτό από εκδηλώσεις τέτοιου είδους στην Κύπρο είναι οι διαγωνισμοί χορών που έχουν γίνει παράδοση στη Γιορτή του Κατακλυσμού στη Λάρνακα, στην Κερύνεια, στο Παραλίμνι και σε άλλα μέρη.

Πριν το Γρηγόρη Ασσιώτη δεν υπήρξε καμιά προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και διδασκαλίας των χορών. Κάθε νέος χορευτής έβλεπε άλλους χορευτές και με την παρατήρηση προσπαθούσε βαθμιαία να απομιμηθεί την κίνηση και να την εκτελέσει, αφού προσθέσει την προσωπική του ταυτότητα αν ήθελε ή/και μπορούσε, χωρίς να σημαίνει ότι το προσωπικό στοιχείο θα προκαλούσε πάντοτε θετική αντίδραση εκ μέρους των θεατών. Πριν το 1958 οι κύπριοι χορευτές δεν προσπαθούσαν πάνω σε συστηματική βάση να κάνουν ομοιόμορφα βήματα μεταξύ τους. Γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι τουλάχιστο ένα μέρος των κυπριακών χορών έχει δημιουργηθεί από τις κινήσεις που προσπαθούν να εκτελέσουν αυτοσχέδιοι, πηγαίοι και μερακλήδες κύπριοι χορευτές.

Ο κυπριακός χορός, αυθεντικά παρουσιασμένος προκαλεί αισθήματα μεγάλης συγκίνησης τόσο μεταξύ Κυπρίων και Ελλήνων όσο και ξένων λαών. Κυπριακά χορευτικά συγκροτήματα έχουν ενθουσιάσει θεατές στη Λευκωσία, στη Νέα Υόρκη, στο Σίδνεϋ, στο Λονδίνο, στο Πίλλιχαμ, στη Λευκάδα, στη Γαλλία, στη Βουλγαρία, στη Δυτική Γερμανία και σε πολλούς άλλους τόπους. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τον κυπριακό χορό το κάτι άλλο; Η μουσική, η κίνηση, η κίνηση σε σχέση με το ρυθμό, οι ενδυμασίες, το νόημα, όλα τα πιο πάνω;

Κατά το Γρηγόρη Ασσιώτη ο χορός είναι η έκφραση της ψυχής σε συνδυασμό με τη μουσική και την κίνηση. Ο χορευτής προσπαθεί να ερμηνεύσει μια υπόθεση, φανταστική ή πραγματική, και οπωσδήποτε πρέπει να γνωρίζει τι ερμηνεύει και ποια σημασία έχει κάθε του κίνηση. Ο άξιος χορευτής προσπαθεί να βοηθήσει το θεατή να αντιληφθεί το θέμα του χορού με ρυθμικές και εκφραστικές κινήσεις. Πρέπει να ξέρει το θέμα και την ιστορία του χορού. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί ακόμα να προσδώσει δική του έννοια στους χορούς για να μπορέσει να χορέψει με τη σκέψη αυτή στο νου του.

Η χορογραφία έχει επηρεάσει πολύ τον κυπριακό χορό μετά το 1955. Στην πραγματικότητα αυτό βοήθησε στην ανάπτυξη και διάδοση των κυπριακών χορών. Με τη χορογραφία δόθηκε μια πιο συγκεκριμένη μορφή στον κυπριακό χορό κι έτσι δημιουργήθηκε η ευκαιρία ο χορός να γίνει πιο πλατειά γνωστός στο λαό, που είχε τη δυνατότητα ν’ αρχίσει να μαθαίνει τους χορούς του με κάπως πιο συστηματοποιημένα βήματα, που μπορούσαν να οριστούν σε ρυθμική διάρκεια και να περιγραφούν από πλευράς κίνησης. Ο Γρηγόρης Ασσιώτης, σαν ο πρώτος που δημιούργησε χορογραφίες κυπριακών χορών, έδωσε το παράδειγμα σε όλους τους σύγχρονους και μετέπειτα χορογράφους, που χωρίς καθυστέρηση, πιθανό και ταυτόχρονα, τον μιμήθηκαν. Το έργο του Γρηγόρη Ασσιώτη ήρθαν να συνεχίσουν οι Αριστόδημος Αυξεντίου, Βάσος Κωνσταντίνου, Χριστάκης Καζαγκάς, Ανδρέας Λάτσης, Λάκης Σαββίδης, Νεόφυτος Κωνσταντίνου, Ανδρέας Λανίτης, Μάριος Σωφρονίου, Γεώργιος Κουλουμπρής, Μίκης-Μάρω Σιακαλλή και Ανδρέας Θεοδώρου.

Με τη χορογραφία κυπριακών χορών, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, είχαν γίνει ορισμένα λάθη, που με την πάροδο του χρόνου τείνουν να εκλείψουν. Η σύνθεση κίνησης πάνω σε ένα ρυθμό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός και η διάρκεια των μουσικών φράσεων ενός ορισμένου χορού, είχε σαν αποτέλεσμα για αρκετά χρόνια ορισμένοι χοροί να παρουσιάζονται με παράλειψη ενός σημαντικού και κύριου μέρους της μουσικής τους.

Αρκετοί κυπριακοί χοροί που παρουσιάστηκαν το 1988 δεν περιλαμβάνονται στο παραδοσιακό ρεπερτόριο. Αυτοί χορογραφήθηκαν πρόσφατα (1958-1988) και κατόπιν εισήχθησαν στο ρεπερτόριο κυπριακών χορών. Ενας τέτοιος χορός είναι η Στάμνα, που χορογραφήθηκε για πρώτη φορά από το Γρηγόρη Ασσιώτη. Για τη χορογραφία κυπριακών χορών έχουν χρησιμοποιηθεί οι εξής τρόποι: α) Συλλογή φιγούρων από παλιούς χορευτές και ένταξή τους σε ένα οργανωμένο σύνολο. β) Οπως το (α) αλλά γίνεται διασκευή προτού γίνει η ένταξη. γ) Οπως το (α) και (β) και η επινόηση νέων φιγούρων στο νόημα αυτών που υπάρχουν. δ) Ολα τα προηγούμενα και η επινόηση ή/και ανακάλυψη νέων κινήσεων.

Η χορογραφία νέων κυπριακών χορών έχει αρκετά περιθώρια ανάπτυξης. Εκτός από την επέκταση και διαμόρφωση νέων χορών οι χορογράφοι μπορούν να βασιστούν σε μια παροιμία, τραγούδι, σε ασχολίες του λαού – σπορά, άλεσμα, ράψιμο, ντύσιμο, θέρος, χτίσμα, πλύσιμο – ένα γεγονός, θεατρικό έργο, εκδήλωση του λαού, προκατάληψη, κέντημα, αισθήματα, τελετές, ιεροτελεστίες, ένα παραμύθι ή ένα θρύλο, και διάφορες ενέργειες που περιέχουν κίνηση. Αν είναι δυνατό τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται γι’ αυτές τις κινήσεις να περιοριστούν στο ελάχιστο, γιατί ο χορός αρχίζει να εισέρχεται στον τομέα του θεάτρου, εκτός αν στόχος δεν είναι η δημιουργία χορού αλλά χοροθεάτρου. Σχεδόν ο,τιδήποτε μπορεί να γίνει εφόσον είναι μέσα στα πλαίσια που διαγράφουν την πολιτιστική ταυτότητα του λαού της Κύπρου.

Οταν γίνεται αναφορά στους κυπριακούς χορούς μπορεί να υπάρχουν τρία επίπεδα αντίληψης της έννοιάς τους. Τα τρία αυτά επίπεδα είναι α) Λαϊκοί κυπριακοί χοροί, β) Κυπριακοί χοροί, και γ) Χορογραφημένοι κυπριακοί χοροί. Τα τρία επίπεδα του κυπριακού χορού έχουν πολλές ομοιότητες αλλά υπάρχουν κριτήρια που ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο. Βασική ομοιότητα είναι το κοινό θέμα κυπριακός χορός. Αν όμως χρησιμοποιηθεί το κριτήριο του χρόνου (παράδοση), οι λαϊκοί κυπριακοί χοροί προηγούνται και ακολουθούν τα άλλα δύο επίπεδα χορών. Αν όμως χρησιμοποιηθεί σαν κριτήριο η οργάνωση κίνησης, η σειρά αντιστρέφεται.

Ο κυπριακός λαϊκός χορός περιλαμβάνει όλους τους κυπριακούς λαϊκούς χορούς, αλλά δεν σταματά εκεί. Εξετάζονται και οι προτιμήσεις των μετέπειτα γενεών, περιλαμβανομένης και της σύγχρονης, και γίνεται προσπάθεια συγκερασμού του νέου με το παλιό, ώστε να υπάρξει ένα αρμονικό σύνολο που να γίνει βίωμα μιας ορισμένης κυπριακής γενιάς. Παρατηρείται τάση προς την οργάνωση και ελάττωση του βαθμού αυτοσχεδιασμού.

Η χορογραφία κυπριακών χορών μπορεί, όχι όμως απαραίτητα, να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία των δύο προηγούμενων επιπέδων, υπάρχει όμως η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν οι νόμοι και η τεχνική που υπάρχουν ή εφαρμόζονται σε χορογραφική δημιουργία. Είναι δηλαδή η χορογραφία κάτι που μπορεί να ταυτίζεται, μερικά ή ολικά, με το νόημα του κυπριακού λαϊκού χορού και του κυπριακού χορού, όπως έχει ορισθεί προηγουμένως, υπάρχει όμως και πιθανότητα υπέρβασης αυτού του νοήματος/πλαισίου. Ο βαθμός υπέρβασης του πλαισίου χαρακτηρίζει και τη σχέση μιας ορισμένης χορογραφίας με τον κυπριακό χορό. Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση χορογραφίας και κυπριακού χορού είναι παράλληλη με τη σχέση δημοτικού τραγουδιού και μουσικής.

Η συνοπτική παρουσίαση των τριών προηγούμενων ορισμών μπορεί να αποκρυσταλλωθεί με τη μελέτη του πιο πάνω σχεδιαγράμματος που καθορίζει τα πλαίσια των διαφόρων επιπέδων κυπριακού χορού.

——————–Σ χ ή μ α———–

Ενας χορευτής που χορεύει κυπριακούς χορούς με τον αρχικό λαϊκό τρόπο (κύκλος Α), θα χορεύει όπως νομίζει σωστά για να εκφραστεί όπως κρίνει κατάλληλο. Ενας που χορεύει σύμφωνα με το γενικό τρόπο τους κυπριακούς χορούς (κύκλος Β) μπορεί να χορεύει όπως και προηγουμένως, αλλά επιπρόσθετα είναι υποχρεωμένος να εκφραστεί και να κινηθεί με ένα τρόπο όπου ο αυτοσχεδιασμός περιορίζεται. Οι χορευτές κυπριακών χορών του τρίτου κύκλου (Γ), δηλαδή εκείνοι που ακολουθούν τους κανόνες της χορογραφίας, μπορούν να χορέψουν όπως προηγουμένως, αφού η χορογραφία στηρίζεται στον κυπριακό χορό, μπορούν όμως επίσης να υπερβούν τα όρια των προηγούμενων πλαισίων και να χορέψουν όπως επιβάλλεται από τη χορογραφία, γιατί από τη φύση της έχει τάσεις που δεν είναι δυνατό, αρκετές φορές, να μπουν στα πλαίσια που καθορίζονται από τις άλλες μορφές εκτέλεσης των κυπριακών χορών.

Τα πιο πολλά συγκροτήματα κυπριακών χορών το 1988 δρουν κυρίως μέσα στους κύκλους Β και Γ, ενώ ο κύκλος Α είναι η ειδικότητα των “παλιών” χορευτών που δρουν “ανεξάρτητα” στις διάφορες περιοχές. Φαίνεται ότι όλα τα είδη (μορφές) παρουσίασης του κυπριακού χορού είναι αγαπητά στους θεατές γιατί καθένα έχει την αξία και τη χρήση του. Τα συγκροτήματα, όσο και να προσπαθήσουν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μείνουν πλήρως προσκολλημένα στον κύκλο Α παρουσίασης του κυπριακού χορού. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι τα συγκροτήματα δεν εκτιμούν ή δεν αντιλαμβάνονται το νόημα του λαϊκού κυπριακού χορού. Αρκετά μάλιστα τον χρησιμοποιούν σε αρχέτυπη μορφή και τον εντάσσουν στα προγράμματά τους. Τα συγκροτήματα όμως που έχουν διαφορετικό σκοπό από εκείνον των λαϊκών χορευτών, πρέπει να προχωρήσουν παρακάτω με τους νόμους της χορογραφίας. Πρέπει να βασιστούν πάνω στον κυπριακό λαϊκό χορό και να δημιουργήσουν το δικό τους πρόγραμμα.

Σχετικά ο Μίκης Σιακαλλής (συνέντευξη 01/02/1983) αναφέρει τα εξής: “Οση προσπάθεια και να γίνει στη χορογραφία, είναι αδύνατο να απωθηθεί εκείνο το απλό λαϊκό γιατί όταν ένας χορευτής χορεύει μόνος του είναι ελεύθερος να κάμει ό,τι θέλει, να εκφραστεί όπως θέλει, να κινηθεί όπως αισθάνεται εκείνη τη στιγμή. Πιθανό να μη μπορέσει να χορέψει για δεύτερη φορά το χορό που έχει χορέψει προηγουμένως. Στη χορογραφία χορεύονται οι ίδιες φιγούρες με την ίδια σειρά και είναι δύσκολο για το χορευτή να χρωματίσει ένα χορό που είναι “καλουπιασμένος”. Από δέκα παραστάσεις π.χ. που δίνει ένας χορευτής μπορεί σε τρεις ή περισσότερες να μη νοιώσει στο έπακρο αυτό που λέγεται χορός, δηλαδή να ξεκινήσει ο χορός από το συναίσθημα, να καταλήξει στην κίνηση.

Είναι γεγονός πως δεν μπορεί εύκολα να γίνει χορογραφία χωρίς ένα έστω και μικρό ξεγλύστρημα από τα παραδοσιακά πλαίσια. Γι’ αυτό η επιτυχία ενός χορογράφου ή ενός συγκροτήματος συνδέεται άμεσα με το βαθμό εξάρτησης και δεσίματος της χορογραφίας από το λαϊκό χορό.

Οι διαφορές που χωρίζουν τους παλιούς από τους νεότερους χορευτές χαρακτηρίζονται, βέβαια από μια ποικιλία. Οι παλιοί χορευτές χόρευαν με μεγαλύτερη τάση προς τα κάτω, όπως ακριβώς τους ανάγκαζε η βαρειά και δυσκολοκίνητη υπόδησή τους. Αντίθετα, η ανάλαφρη χορευτική κίνηση, τα ψηλά χτυπήματα, η ελαστικότητα, η αντοχή, είναι προνόμια των νεότερων χορευτών. Μπροστά στην προσγειωμένη κίνηση του παλιού αντιπαραβάλλεται η ελαφρότητα και η χάρη του νεότερου.

Συνακόλουθη, λοιπόν, γεννιέται η χρεία της σύνδεσης του παλιού με το νέο για την καλύτερη και πιστότερη εμμονή στην παράδοση του κυπριακού λαϊκού χορού. Η προσπάθεια π.χ. νεότερου χορευτή να προσεγγίσει την απλότητα και την ταπεινότητα του παλιού, χωρίς όμως να αποβάλει το στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, αποτελεί σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Η παρατήρηση και η αντιγραφή του παλιού χορευτή θα ενισχύσει τον νεότερο ώστε ν’ αγγίσει περισσότερο τα παραδοσιακά πλαίσια. Βέβαια, η μίμηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη, όμως για τη διατήρηση του κυπριακού λαϊκού χορού, ό,τι ήδη υπάρχει μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν έρμα, με προσοχή όμως στα ξενικά στοιχεία. Πολλοί είναι αυτοί που ασχολούνται με τον κυπριακό χορό και η πληθώρα αυτή έχει αμφίρροπη λειτουργικότητα. Η σεμνότητα του παλιού χορευτή, που δεν επιζητούσε με το χορό το χειροκρότημα των θεατών, αλλά απλά θεωρούσε πως εκείνες τις στιγμές μετάφραζε σε πράξη χορευτική τα μύχια της ψυχής του, τείνει να εξαλειφθεί. Και πλάι σε αυτή τείνει να εξαλειφθεί ο τελετουργικός χαρακτήρας του κυπριακού χορού αλλά και ο γνήσιος λαϊκός χορευτής”. Καταλήγοντας, ο Μίκης Σιακαλλής κάνει και μια πρόβλεψη για το μέλλον: “Δυστυχώς, θα αναζητείται πια ο κυπριακός χορός από τα χορευτικά συγκροτήματα”.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρουσίαση κυπριακού χορού στην αρχική του μορφή έχει αξία. Εχει αξία και μάλιστα πολύ μεγάλη. Να γίνει ο ισχυρισμός, όμως, ότι η μορφή αυτή του κυπριακού χορού μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες που ικανοποιεί ο κυπριακός χορός, ξεφεύγει από την πραγματικότητα. Καθόλου αποδεκτή είναι η απόφανση πως η παράδοση των κυπριακών χορών έχει δημιουργηθεί από Ελληνες Κυπρίους, εκτός από αυτούς που ζουν σήμερα. Κάθε γενιά κληρονομεί μια σχετική παράδοση, αλλά και η ίδια υπάρχει πιθανότητα να δημιουργήσει παράδοση για τις γενιές που θα ακολουθήσουν.

Δεν υπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος νόθευσης του τρόπου εκτέλεσης κυπριακών χορών γιατί: α) Οι παραδοσιακοί τρόποι εκτέλεσης δεν είναι αναγκαίο να εγκαταλειφθούν, και β) Επειδή ο κυπριακός χορός δεν πρέπει να είναι στατικός αλλά να εξελίσσεται, όπως εξελίσσονται και άλλες μορφές χορού, πρέπει να αφομοιωθεί και ό,τι θεωρηθεί ξένο, στη συνέχεια να αποβληθεί. Η απεμπόδιση προσφοράς νέων ιδεών στο λαό είναι αμφίβολο ότι είναι η πιο κατάλληλη τακτική. Ο χορός και η χορευτική παράδοση δεν είναι κάτι το στατικό αλλά κάτι το δυναμικό που αναδημιουργείται με τη συνεχή εξέλιξη και αναμόρφωση της κοινωνίας. Η στυγνή διατήρηση της χορευτικής παράδοσης και η εμπόδιση κάθε εξέλιξης αποτελούν εξωπραγματική τακτική, που θα έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση μιας σύγχρονης γενιάς από την παράδοσή της, που θα θεωρεί ξένη προς τα βιώματά της. Οπως ο Ελληνας του 1990 δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να χρησιμοποιήσει την αρχαία ελληνική γλώσσα, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να αναμένεται ότι ο τρόπος χορευτικής του έκφρασης θα ταυτίζεται με παλαιότερους τρόπους, με τη δικαιολογία της “νόθευσης” της παράδοσης. Νόθευση θα επέλθει μόνον όταν υπάρχει νόθευση και παραχάραξη της ίδιας της φυσιογνωμίας του λαού.

Δεν είναι τουλάχιστο φυσικό να θεωρηθεί ότι ο κυπριακός χορός δημιουργήθηκε από τους Κύπριους του 19ου αιώνα και ενωρίτερα, ή από αυτούς που γεννήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, και ότι οι νεότεροι Κύπριοι δεν μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη του δικού τους χορού. Οπως η ελληνική γλώσσα γνώρισε διάφορα στάδια, χωρίς να θεωρείται ότι δεν είναι η ίδια γλώσσα, έτσι και ο χορός και η εκτέλεσή του. Δεν μπορεί κάποιος να πει ότι νοθεύτηκε η ελληνική γλώσσα επειδή οι νεότεροι Ελληνες δε μιλούν την αρχαία ελληνική. Κάτι ανάλογο έγινε ή θα γίνει με τον εθνικό χορό. Οταν συμβεί αυτό, δεν συνακολουθεί η εντύπωση ότι οι χορευτές δεν θα είναι σε θέση να χορέψουν όπως χόρευαν προηγούμενες γενιές, αν κριθεί απαραίτητο. Οπως οι νεότεροι Ελληνες μελετούν την αρχαία ελληνική και παρουσιάζουν και τραγωδίες του Ευριπίδη στο πρωτότυπο, το ίδιο μπορούν να κάνουν στο χορό. Οπως δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούν τη γλώσσα του Ομήρου χωρίς να θεωρούνται λιγότερο Ελληνες, γιατί να είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούν με απλή απομίμηση έναν τρόπο έκφρασης και παρουσίασης χορού που δεν έχει λειτουργικότητα σε μια μεταγενέστερη ομάδα χορευτών; Οι αλλαγές που γίνονται και τις αποδέχεται η μάζα, πρέπει να γίνουν αποδεκτές. Μορφές κυπριακού χορού, όπως ακριβώς οι αλλαγές στους γραμματικούς κανόνες και τη μορφή και την ορθογραφία των λέξεων γίνονται αποδεκτές στην εποχή που εφαρμόζονται.

Ο δημιουργός ενός λαϊκού χορού δεν μπορεί ν’ απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από την κοινή αισθητική, γιατί στο απώτερο μέλλον οι χορευτές θα σταματήσουν να εκτελούν τις κινήσεις που δεν ανταποκρίνονται στα διαχρονικά κριτήρια που ορίζουν τον κυπριακό λαϊκό χορό. Και ακόμη να υπάρξει προσωρινή επιτυχία, αυτή δεν θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο λαϊκός χορός δημιουργείται με την επεξεργασία των αιώνων και όχι με οποιαδήποτε χορογραφική δραστηριότητα που μπορεί να παρουσιαστεί κατά διαστήματα. Ενας χορός, από τη στιγμή που έχει γεννηθεί αρχίζει να υποβάλλεται στην κοινή αισθητική του λαού και να αναπτύσσεται σύμφωνα με τη επίδραση που θα έχει κάθε γενιά στην εξέλιξή του. Σχετικά ο Σόλων Μιχαηλίδης (“Η κυπριακή λαϊκή μουσική”, Κυπριακή Επιθεώρησις, 1947, σελ. 25) αναφέρει ότι ο λαός δεν μπορεί να κάνει λάθος γιατί είναι προικισμένος με αλάνθαστη κριτική ικανότητα και βαθειά διαίσθηση της αρετής και του καλού.

Οι κυπριακοί χοροί, όπως χορεύονται κατά το 1988, έχουν ορισμένες διαφορές από τον κυπριακό χορό πριν το 1950. Βέβαια τα χαρακτηριστικά του κυπριακού χορού πριν το 1950 δεν έχουν εξαφανιστεί και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε αισθητό βαθμό από τους σύγχρονους χορευτές. Τέτοια στοιχεία είναι τα εξής: 

α)  Οι χοροί ήταν ατομικοί και κατά ζεύγη. Το 1988 χρησιμοποιείται ο ομαδικός χορός.

β)  Τότε υπήρχε ελευθερία κίνησης, ενώ το 1988 οι κινήσεις τείνουν προς το πιο τυποποιημένο.

γ)  Η παρουσίαση κυπριακού χορού από συγκρότημα είναι σύγχρονο φαινόμενο (δεύτερο μισό εικοστού αιώνα).

δ)  Η καθολική σχεδόν χρήση ποδίνων από τους άνδρες στην εκτέλεση κυπριακών χορών διαφέρει από τις εκτελέσεις πριν από το 1950, όταν οι πιο πολλοί βρακάδες φορούσαν “σκάρπες”.

ε)  Τ α ψηλά πηδήματα και οι πολύπλοκοι συνδυασμοί κινήσεων τείνουν να είναι νεότερα.

ζ)  Ο χώρος που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των κυπριακών χορών τείνει να είναι μεγαλύτερος στη νεότερη εποχή. Χαρακτηριστική ήταν η προσπάθεια παλιών χορευτών να χορέψουν “πάνω σε ένα μάρμαρο”.

η)  Οι μικτοί κυπριακοί χοροί είναι φαινόμενο μετά το 1955.

θ)  Ο αριθμός μελών ορχήστρας κυπριακών χορών το 1988 είναι μάλλον μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του 1955 ή του 1920.

ι)  Ο ανταγωνισμός των χορευτών στον κυπριακό χορό εξελίσσεται σε συναγωνισμό και συνεργασία.

κ)  Η μουσική των κυπριακών χορών τείνει να εκτελείται σε πιο γρήγορο ρυθμό.

λ)  Τα επιφωνήματα που χρησιμοποιούνται στους κυπριακούς χορούς ήταν περισσότερα σε πιο παλιά χρόνια.

μ)  Το χτύπημα των δακτύλων είχε μεγαλύτερη έμφαση σε προηγούμενα χρόνια.

Σε μια λαϊκή παρουσίαση κυπριακών χορών συνήθως υπάρχει η ορχήστρα – βιολί και λαούτο – καθώς και οι χορευτές ή χορεύτριες σε ζευγάρια. Οταν οι δύο χορευτές/χορεύτριες παρουσιάζουν τους χορούς τους, άλλα άτομα μπορούν να “πλουμίσουν” – να βάλουν χρήματα μέσα στο πιάτο που βρίσκεται πάνω στην καρέκλα μπροστά στην ορχήστρα. Ο σκοπός του πλουμίσματος κατά την ώρα του χορού μπορεί να έχει τις ακόλουθες σημασίες/χρήσεις: α) να δείξει εκτίμηση ή/και αναγνώριση σε αυτόν ή αυτούς που χορεύουν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. β) Είναι ένας τρόπος αμοιβής των μελών της ορχήστρας. γ) Είναι ένας τρόπος επιπρόσθετης αμοιβής προς την ορχήστρα, σε περίπτωση που οι βιολάρηδες θα πλερώνονταν από το γαμπρό ή από εκείνους που διοργάνωναν το γάμο, ή και ένας τρόπος για την κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων των διοργανωτών του γάμου προς την ορχήστρα. δ) Είναι ένας τρόπος αυτού που θα πλουμίσει να πλησιάσει την πίστα, να παραμείνει εκεί στην προσπάθειά του να παρουσιασθεί και αυτός σαν χορευτής, είτε μόνος του είτε μαζί με αυτούς που εκτελούν εκείνη τη στιγμή το πρόγραμμά τους. 

Σε ορισμένες περιόδους, π.χ. 1950, κάποιος μπορούσε να πλουμίσει τους βιολάρηδες με κέρμα ή χαρτονόμισμα που τοποθετούσε πάνω στο μέτωπο του βιολάρη, κατά κύριο λόγο, ως επίσης του λαουτάρη. Μπορούσαν να πλουμίσουν επίσης και αυτοί που χόρευαν. Συνήθως, ο κάθε χορευτής από το ζευγάρι πλούμιζε όταν χόρευε μόνος του ο συγχορευτής του. Εκείνη τη στιγμή ήταν ελεύθερος να το πράξει, αλλά επίσης μπορούσε να θεωρηθεί σαν εκτίμηση για το συγχορευτή. Το ίδιο μπορούσε να κάμει και ο άλλος χορευτής όταν σταματούσε το χορό του. Οταν χόρευαν γυναίκες το πλούμισμα αναμενόταν να το κάμουν οι γονείς (ειδικά ο πατέρας), ο σύζυγος, ο “τατάς” ή η “νουννά”, αδέλφια, ξαδέλφια και άλλοι συγγενείς.

Οι πιο γνωστοί κυπριακοί χοροί που έχουν παρουσιαστεί μέχρι το 1988 είναι οι εξής: α) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, 2) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς 3) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, 4) Τραγουδιστός, 5) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, 6) Μπάλος, 7) Συρτός, 8) Ζεϊπέκικος, 9) Μήλο, 10) Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, 11) Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, 12) Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, 13) Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, 14) Στάμνα, 15) Πεγειώτισσα, 16) Δρεπάνι, 17) Μαχαίρι, 18) Τατσιά, 19) Καρροτσέρης, 20) Αραπιές, 21) Βράκα, 22) Πιπέρι, 23) Νικολής, 24) Χορός των Μαλλιών του Κρεββατιού, 28) Χορός του Κρεββατιού, 29) Χορός των Ρούχων, και 30) Το Ρέσι.

Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες κυπριακών χορών. Ανάλογα με τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν για την κάθε περίπτωση δημιουργούνται ανάλογες κατηγορίες. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για το διαχωρισμό είναι το φύλο του χορευτή ή των χορευτών, η μουσική που χρησιμοποιείται για εκτέλεση του χορού, η θέση των χορευτών, το είδος της κίνησης, η προέλευση του χορού, ο αριθμός χορευτών, η λειτουργικότητα ή και σκοπός του χορού, η σειρά εκτέλεσης, η σχέση με άλλες τέχνες – ιδίως το τραγούδι και την ποίηση – ο τρόπος/μορφή παρουσίασης, αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση του χορού και τα λόγια του τραγουδιού με τα οποία σχετίζεται ο χορός.

Αν ληφθεί σαν κριτήριο ο τρόπος παρουσίασης και ο αριθμός χορευτών που λαμβάνουν μέρος, τότε οι κυπριακοί χοροί μπορούν να να χωρισθούν ως εξής: 1) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 2) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 3) Πρώτος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 4) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 5) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 6) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 7) Δεύτερος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 8) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 9) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 10) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 11) Τρίτος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 12) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 13) Τραγουδιστός. 14) Τραγουδιστός για Δύο Χορευτές. 15) Τραγουδιστός για Δύο Χορευτές και Ομάδα. 16) Τραγουδιστός για Χορευτή και Ομάδα. 17) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 18) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 20) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 21) Μπάλος. 22) Μπάλος Πρώτος. 23) Μπάλος Δεύτερος. 24) Μπάλος για Δύο Χορευτές. 25) Ανδρικός Συρτός. 26) Συρτός για Ενα Χορευτή. 27) Συρτός για Δύο Χορευτές. 28) Λαϊκός Συρτός. 29) Συρτός για Ομάδα. 30) Μάντρα. 31) Αζιζιές. 32) Σκαλιώτικος. 33) Συρτός για Αντρα και Κοπέλα. 34) Συρτός Μικτός. 35) Γυναικείος Συρτός. 36) Γυναικείος Συρτός για Ομάδα. 37) Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς. 38) Καρτζιλαμάς. 40) Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 41) Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 45) Μπάλος Γυναικείος. 46) Ζεϊπέκικος. 47) Ζεϊπέκικος Ανδρών. 48) Ζεϊπέκικος Γυναικών. 49) Ζεϊπέκικος Μικτός. 50) Ζεϊπέκικος για Ενα Χορευτή. 51) Ζεϊπέκικο Βαρύ. 52) Ζεϊπέκικο Κοφτό. 53) Αττάλικο. 54) Το Μήλο. 55) Στάμνα. 56) Πεγειώτισσα. 57) Δρεπάνι. 58) Μαχαίρι. 59) Τατσιά. 60) Καρροτσέρης. 61) Καρροτσέρης για Ενα Χορευτή. 62) Καρροτσέρης για Δύο Χορευές. 63) Καρροτσέρης για Χορευτές και Χορεύτριες. 64) Αραπιές. 65) Χορός του Ποτηριού. 66) Χορός των Καντήλων. 67) Τσιφτετέλι. 68) Χορός του Ποτηρού και των Καντήλων. 69) Αραπιές και Χορός του Ποτηριού. 70) Βράκα. 71) Πιπέρι. 72) Νικολής. 73) Χορός του Παλιωμάτου. 74) Σάνταλα Μάνταλα. 75) Χορός των Προικιών. 76) Χορός των Μαλιών. 77) Χορός του Κρεββατιού. 78) Χορός των Ρούχων του Γαμπρού. 79) Χορός των Ρούχων της Νύφης. και 80) το Ρέσι.

Αν ληφθεί υπόψη σαν κριτήριο το φύλο του χορευτή, τότε οι κυπριακοί χοροί χωρίζονται σε ανδρικούς και σε γυναικείους χορούς.

Ανδρικοί κυπριακοί χοροί είναι οι εξής: Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, Τραγουδιστός, Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, Μπάλος, Συρτός, Ζεϊπέκικος, Καρροτσέρης, Μήλο, Τατσιά, Δρεπάνι, Μαχαίρι, Νικολής, Σάνταλα Μάνταλα, Πιπέρι, Χορός του Κρεββατιού, Χορός των Ρούχων.

Γυναικείοι κυπριακοί χοροί είναι: ο Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, ο Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, ο Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, ο Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, ο Μπάλος, ο Συρτός, ο Χορός των Ρούχων, ο Χορός των Προικιών και ο Χορός του Κρεββατιού. Οι ανδρικοί χοροί Ζεϊπέκκικος, Καρροτσέρης, Αραπιές και Τατσιά μπορούν να χορευτούν και μόνο από γυναίκες.

Σε περίπτωση που είναι αποδεκτό τα δύο φύλα να χορέψουν μαζί δημιουργούνται οι μικτοί χοροί. Οι χοροί που μπορούν να χορευτούν ταυτόχρονα από άνδρες και γυναίκες είναι ο Συρτός, ο Ζεϊπέκικος, ο Καρροτσέρης, η Τατσιά, το Δρεπάνι, οι Αραπιές, η Στάμνα, το Ρέσι και ο Χορός του Κρεββατιού.

Οι κυπριακοί χοροί χορεύονται κυρίως σε ζευγάρια (Αντικρυστοί) και σε κύκλο ατομικά και ομαδικά. Χοροί κατά ζευγάρια ή και Αντικρυστοί είναι ο Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Τραγουδιστός, ο Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Μπάλος, ο Συρτός, ο Ζεϊπέκικος, το Μήλο, ο Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, ο Τέταρτος Γυναικείος Κρτζιλαμάς, ο Χορός του Ανδρογύνου, το Μαχαίρι, και ο Χορός του Παλιωμάτου. Κυκλικοί κυπριακοί χοροί μπορούν να είναι ο Συρτός και ο Ζεϊπέκικος.

Ατομικοί κυπριακοί χοροί, υπό την έννοια να μπορούν να χορεύονται από ένα μόνο άτομο, είναι ο Τραγουδιστός, ο Μπάλος, ο Συρτός, ο Ζεϊπέκικος, το Δρεπάνι, η Τατσιά, ο Καρροτσέρης, οι Αραπιές, η Βράκα, ο Χορός των Προικιών, ο Χορός των Μαλλιών, ο Χορός του Κρεββατιού, και ο Χορός των Ρούχων. Ολοι οι κυπριακοί χοροί που υπάρχουν το 1988 μπορούν να παρουσιαστούν και ως ομαδικοί χοροί.

Κάθε χορός ή ομάδα χορών έχουν το νόημα και το σκοπό τους: Οι Ανδρικοί Καρτζιλαμάδες είναι χοροί επίδειξης, οι Γυναικείοι Καρτζιλαμάδες επίδειξης χάρης και σεμνότητας, ο Μπάλος επίδειξης φωνητικών προσόντων, και ο Τραγουδιστός επίδειξης φωνητικών και ποιητικών ικανοτήτων. Ο Συρτός είναι ειδυλλιακός χορός και επίδειξης χάρης. Η Στάμνα και η Πεγειώτισσα είναι ερωτικοί χοροί. Το Δρεπάνι, η Τατσιά και το Μαχαίρι είναι χοροί επιδεξιότητας. Ο Καρροτσέρης είναι χορός ευκινησίας και ευλυγισίας. Ο Αραπιές είναι χορός επιδεξιότητας και κίνησης της μέσης. Σατυρικοί και χοροί-παιχνίδια είναι η Βράκα, το Πιπέρι, ο Νικολής, ο Χορός του Παλιωμάτου, και Σάνταλα Μάνταλα. Ο Χορός των Προικιών, ο Χορός των Μαλλιών, ο Χορός του Κρεββατιού, ο Χορός των Ρούχων, το Ρέσι, είναι εμπνευσμένοι από τον κυπριακό γάμο.

Οι χορευτές που παρουσιάζουν τους κυπριακούς χορούς φορούν ειδική στολή. Συνήθως οι άνδρες φορούν βράκα, πουκάμισο, γιλέκκι, κάλτσες μαύρες, ποδίνες και ζώστρα. Οι γυναίκες φορούν μακρύ φόρεμα και πουκάμισο με μακρυά μανίκια και έχουν μαντήλι στο κεφάλι.

Τελειώνοντας τη γενική περιγραφή για τους κυπριακούς χορούς μπορεί να ειπωθεί ότι ο κυπριακός χορός προσπαθεί με τις κινήσεις του να εκφράσει τα συναισθήματα, τα έθιμα, τα ήθη και τις ενασχολήσεις του λαού που τον δημιουργεί. Κουβαλά βέβαια μέσα του επιδράσεις, πλάθεται όμως από τον κύπριο χορευτή και αυτού την ταυτότητα φανερώνει. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γρηγόρης Ασσιώτης (συνέντευξη 14/01/1983) ο κυπριακός χορός είναι εκδήλωση της ψυχής που ουδέποτε συλλαμβάνεται στο ακέραιο και ουδέποτε περιορίζεται, και γι’ αυτό ουδέποτε τελειώνει.

Ανδρικοί κυπριακοί χοροί

Ολοι οι κυπριακοί χοροί, εκτός από τους γυναικείους Καρτζιλαμάδες, είναι και ανδρικοί, γιατί η κυπριακή κοινωνία έδωσε πρωτεύοντα ρόλο στον άνδρα στο χορό. Βέβαια ορισμένοι (οι πιο πολλοί) ανδρικοί χοροί έχουν εξελιχθεί σε χορούς που χορεύουν μαζί άνδρες και κοπέλλες ή και κοπέλλες μόνες τους.

Οι ανδρικοί χοροί χορεύονται μόνο από άνδρες, ατομικά, σε ζευγάρια και ομαδικά, και σκοπό έχουν την προβολή της λεβεντιάς, καπατσοσύνης, ανδρισμού, εξυπνάδας και ταλέντου στη κίνηση και στο τραγούδι. Με τους αντρικούς χορούς τονώνεται η ύπαρξη και η ταυτότητα του χορευτή. “Ο κόσμος δικός μου” είναι το τι αισθάνεται ο Ανδρέας Ζωγράφος (γ. 1916) όταν χορεύει κυπριακούς χορούς. Χαρακτηριστικό υπαρξιακό στοιχείο και βίωμα ταυτότητας των κυπρίων ανδρών με τους χορούς τους είναι το ακόλουθο περιστατικό: Ο Στυλλής Γιωρκή Σκανναβή από το Καπούτι εκτελέστηκε το 1928 γιατί καταδικάστηκε από το κακουργοδικείο για φόνο. Προτού οδηγηθεί στο ικρίωμα, σαν τελευταία επιθυμία ζήτησε να του επιτραπεί να χορέψει. Παρακάλεσε μάλιστα έναν από τους αστυνομικούς, ο οποίος και ανταποκρίθηκε, να του κρατά το άκρο του μαντηλιού (Ελευθερία, 13 Ιουνίου 1928, σελ. 2) και χόρεψε Συρτό, χωρίς μουσική βέβαια.

Οι πιο λαοφιλείς κυπριακοί χοροί υπερέχουν σε σύγκριση με τους γυναικείους, τουλάχιστο σε μορφές πριν το 1988, γιατί είναι πιο πολλοί σε αριθμό και γιατί το κινητικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται είναι πιο εκτεταμένο. Επειδή οι άνδρες είχαν πιο μεγάλη ελευθερία στην έκφραση, οι ανδρικοί χοροί έχουν αρκετή ποικιλία κίνησης και παρουσίασης. Για τους άνδρες, σε μια εποχή που δεν υπήρχε κινηματογράφος, τηλεόραση, ραδιόφωνο και άλλα μέσα επικοινωνίας και ψυχαγωγίας, ο χορός στον κυπριακό γάμο ήταν ο βασικότερος τρόπος διασκέδασης και επίδειξης στις κοπέλλες. Ολοι στο χωριό καρτερούσαν ανυπόμονα το γάμο. Επομένως όλοι περίμεναν τη σειρά τους να χορέψουν, ορισμένες φορές το πράγμα καταντούσε καυγάς και τράβηγμα μαχαιριών για να ξεχωρίσει αυτός που θα χορέψει πρώτος.

Ο Ξενής Λιονταρής χαρακτηριστικά αναφέρει το κάρφωμα της “ππάλας” πάνω στην καρέκλα του βιολάρη για να εξαναγκαστεί να παίξει. Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις, που οι άνδρες ανάγκαζαν τους “νησταμένους” ήδη μουσικούς να καθίσουν και να παίξουν μέχρι το πρωί ώστε όλοι να μπορέσουν να χορέψουν. Αυτό είχε αντίκτυπο και στη νύφη, που έπρεπε να μείνει “καμαρωμένη” και να περιμένει πότε θα τελειώσει ο χορός. Το ίδιο και η “κουμέρα” δίπλα της για να την “τεϊνετίζει”.

Πολλές φορές οι βιολάρηδες έπαιζαν τον Πολογιαστό για να φύγουν, μα σε λίγο επέστρεφαν και έλεγαν “εξήχασα αλλόνα χορό”. Επίσης, ορισμένοι χορευτές ήξεραν τόσο καλά τη μουσική των κυπριακών χορών που δεν τους άρεσε αν ο βιολάρης άφηνε κάποιο μέρος της μουσικής πίσω. Αν ο βιολάρης δεν ανταποκρινόταν σε αυτή την τάση, αποκτούσε κακό όνομα και δεν τον καλούσαν ξανά σε γάμο στο μέρος εκείνο.

Ενας καλός χορευτής πρέπει να χορεύει ίσια, λεβέντικα. Πρέπει να είναι πολύ ευαίσθητος στη μουσική και σε κάθε μουσική φράση να αλλάζει βηματισμό-φιγούρα.

Οι ανδρικοί χοροί, σε αντίθεση με τους γυναικείους, είχαν περισσότερες πιθανότητες παρουσίασης στο κοινό. Μπορούσαν να εκτελεστούν, εκτός από το γάμο, σε εκδηλώσεις όπως σε διαγωνισμούς, πανηγύρια, στα καφενεία και σε θρησκευτικές και εθνικές γιορτές. Τέτοιες παρουσιάσεις ανδρών δεν προϋπόθεταν και παρουσίαση χορευτριών.

Οι χοροί που μπορούν να θεωρηθούν σαν ανδρικοί είναι οι εξής: 1) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 2) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 3) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 4) Τραγουδιστός. 5) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 6)  Μπάλος. 7) Συρτός. 8) Ζεϊπέκικος. 9) Καρροτσέρης. 10) Το Μήλο. 11) Τατσιά. 12) Δρεπάνι. 13) Μαχαίρι. 14) Νικολής. 15)   Σάνταλα Μάνταλα. 16) Πιπέρι. 17) Χορός του Κρεββατιού. 18) Χορός των Ρούχων.

Σε περίπτωση που οι 18 πιο πάνω χοροί κριθούν ανάλογα με τη μορφή παρουσίασής τους, τότε ο κατάλογος των ανδρικών χορών διαμορφώνεται ως εξής: 1) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 2) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 3) Πρώτος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 4) Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 5) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 6) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 7) Δεύτερος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 8) Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 9) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 10) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 11) Τρίτος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 12) Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 13) Τραγουδιστός. 14) Τραγουδιστός για Δύο Χορευτές. 15) Τραγουδιστός για Δύο χορευτές και Ομάδα. 16) Τραγουδιστός για Χορευτές και Ομάδα. 17) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς. 18) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Δύο Χορευτές. 19) Τέταρτος Ανδρικός Λαϊκός Καρτζιλαμάς. 20) Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 21) Μπάλος. 22) Μπάλος Πρώτος. 23) Μπάλος Δεύτερος. 24) Μπάλος για Δύο Χορευτές. 25) Συρτός. 26) Συρτός για Ενα Χορευτή. 27) Συρτός για Δύο Χορευτές. 28) Λαϊκός Συρτός. 29) Συρτός για Ομάδα. 30) Μάντρα. 31) Αζιζιές. 32) Σκαλιώτικος. 33) Ζεϊπέκικος. 34) Ζεϊπέκικο Βαρύ. 35) Ζεϊπέκικο Κοφτό. 36) Αττάλικο.  37) Ζεϊπέκικος για Ενα Χορευτή. 38) Ζεϊπέκικος Ανδρών. 39) Καρροτσέρης. 40) Σούστα. 41) Καρροτσέρης για Ενα Χορευτή. 42) Καρροτσέρης για Δύο Χορευτές. 43) Καρροτσέρης Ανδρών. 44) Το Μήλο. 45) Τατσιά. 46) Τατσιά για Ενα Ανδρα. 47) Τατσιά για Ομάδα. 48) Δρεπάνι. 49) Δρεπάνι για Ενα Χορευτή. 50) Δρεπάνι για Ομάδα. 51) Μαχαίρι. 52) Νικολής. 53) Σάνταλα Μάνταλα. 54) Πιπέρι. 55) Χορός του Κρεββατιού. 56) Χορός των Ρούχων.

Σύμφωνα με το Βασίλη Χαπέσιη (συνέντευξη 29/05/1983) δύο άνδρες χόρευαν για 30-45 λεπτά όταν “έβγαιναν” στο χορό. Η εκτέλεσή τους συνήθως ακολουθούσε την εξής σειρά: Καρτζιλαμάδες, Συρτοί, Ζεϊπέκικα, Καρροτσέρης, Μάντρα. Βέβαια στους Καρτζιλαμάδες μπορούσαν να περιληφθούν όλοι, περιλαμβανόμενου του Τραγουδιστού και του Μπάλου, και στους Συρτούς κάθε χορευτής παράγγελνε την μουσική Συρτού που του άρεσε – Πολίτικο, Αζιζιέ, Σκαλιώτικο, Σηλυμβριανό, Ασπροθαλασσίτικο, Καραβά. Το ίδιο συνέβαινε για την εκτέλεση στο Ζεϊπέκικο. Ο χορευτής μπορούσε να επιλέξει να χορέψει Ζεϊπέκικο Βαρύ, Κοφτό Ζεϊπέκικο, Αττάλικο, Ζεϊπέκικο ο Μπεκρής, Ζεϊπέκικο Παγλαμάδες, Αηβαλιώτικο και άλλα.

Σύμφωνα με το Γεώργιο Αβέρωφ (“Αναφορά στη δημοτική μουσική της Κύπρου”) ύστερα από την εκτέλεση συνηθισμένου ρεπερτορίου – Καρτζιλαμάδες, Συρτός, Ζεϊπέκικο –  ακολουθούσαν άλλοι χοροί, ιδίως όταν οι χορευτές ήταν νέοι ή/και ήθελαν να τονίσουν την παρουσία τους. Η συνέχεια του συνηθισμένου ρεπερτορίου δίνεται από τον Γ. Αβέρωφ με τους εξής χορούς: Μήλο, Μάντρα, ο Κόνιαλης, η Βράκα, ο Ντέβελης, ο Αραπιές και το Τσιφτετέλι. Στη συνέχεια, αν υπήρχε κατάλληλο κλίμα ή/και ευκαιρία, μπορούσαν να παρουσιαστούν οι κωμικοί χοροί και χοροί-παιγνίδια. Τέτοιοι ήταν το Πιπέρι, ο Μαύρικος, ο Νικολής, τα Σάνταλα Μάνταλα και ο Χορός του Παλιωμάτου.

Συμπερασματικά τονίζεται ότι υπάρχει πλούσιο ρεπερτόριο κυπριακών ανδρικών χορών, όπου κυριαρχεί η επίδειξη από κάθε άποψη, η προβολή και η διασκέδαση.

Γυναικείοι κυπριακοί χοροί

Επειδή η κυπριακή κοινωνία ήθελε τη γυναίκα ντροπαλή, σεμνή κα συνεσταλμένη, υιοθέτησε μικρό σχετικά αριθμό χορών που μπορούσαν να δώσουν την ευκαιρία να χορέψει χωρίς τη συνοδεία ή συμμετοχή του άνδρα για να επιδείξει τις πιο πάνω ιδιότητες. Ολοι οι γυναικείοι κυπριακοί χοροί χαρακτηρίζονται από την απλότητα των κινήσεών τους.

Χοροί αποκλειστικά για τις γυναίκες είναι οι Καρτζιλαμάδες, ο Γυναικείος Συρτός και οι Χοροί του Γάμου (αυτοί που εκτελούνται κατά το γέμισμα του κρεβατιού και το στόλισμα της νύφης). Κατά το 1988 γυναικείοι χοροί είναι οι ακόλουθοι: Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Μπάλος Γυναικείος, Γυναικείος Συρτός, ο Χορός των Προικιών, ο Χορός των Ρούχων, ο Χορός του Κρεββατιού, και η Πεγειώτισσα. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, νοουμένου ότι ο Χορός του Αντρογύνου θεωρείται ειδική περίπτωση, όλοι οι χοροί αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι το 1988 σαν γυναικείοι. Ο Συρτός βέβαια είναι και ανδρικός χορός, που έγινε και μικτός.

Αν ληφθεί υπόψη ο τρόπος/μορφή παρουσίασης κάθε γυναικείου χορού ο κατάλογος μπορεί να καταγραφεί ως εξής: 

1) Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς. 2) Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 3) Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς. 4) Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 5) Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς. 6) Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 7) Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς. 8) Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς για Ομάδα. 9) Μπάλος Γυναικείος. 10) Γυναικείος Συρτός. 11) Γυναικείος Συρτός για Ομάδα. 12) Χορός των προικιών. 13) Χορός των Ρούχων. 14) Ζεϊπέκικος. 15) Ζεϊπέκικος Γυναικών. 16) Πεγειώτισσα. 17) Καρροτσέρης. 18) Σούστα. 19) Αραπιές. 20) Χορός του Κρεββατιού.

Ενα τυπικό πρόγραμμα παρουσίασης κυπριακών χορών από γυναίκες το 1950 πιθανόν να περιλάμβανε τους εξής χορούς κατά σειρά: Πρώτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Δεύτερος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς, Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς (συνήθως υπάρχει παράλειψη του χορού αυτού) και Συρτός.

Μικτοί κυπριακοί χοροί

Κατα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, σαν φυσική εξέλιξη η κυπριακή κονωνία άρχισε να κάνει τα πρώτα βήματα ώστε η γυναίκα να αφήνεται ελεύθερη να χορεύει με τον άνδρα. Ετσι δημιουργούνται οι πρώτοι μικτοί χοροί, δηλαδή κυπριακοί χοροί που μπορούσαν να χορέψουν ένας άνδρας και μια κοπέλλα μαζί. Ενας από τους πρώτους αυτούς χορούς είναι ο Συρτός όπου για μουσική είχε χρησιμοποιηθεί η “Βασιλιτζιά”. Βασικό χαρακτηριστικό της κίνησης σε αυτό το χορό είναι η ευκαιρία που δίνεται στον άνδρα να κρατά άσπρο μαντήλι και κάτω από αυτό να χορεύει η κοπέλλα.

Μέχρι το 1988 η πλειονότητα των χορών παρουσιάστηκε και σαν μικτοί χοροί. Μερικές από τις εξαιρέσεις είναι οι Καρτζιλαμάδες, το Μαχαίρι, το Δρεπάνι, ο Νικολής, και το Πιπέρι. Αυτοί οι χοροί έμειναν μόνο για άνδρες ή γυναίκες, για αρκετούς λόγους, όχι όμως για λόγους που ανάγκαζαν σε αποχή από χορούς που θα χορεύουν τα δύο φύλα μαζί. Ενας λόγος της διατήρησης των χορών αυτών μέχρι σήμερα σαν ανδρικών ή σαν γυναικείων είναι η φύση των διαφόρων κινήσεων, που ταιριάζουν είτε για άνδρες είτε για γυναίκες. Ο άνδρας π.χ. με τη σωματική του δύναμη μπορεί να εκτελέσει τις γρήγορες και δυνατές κινήσεις που απαιτούνται στους Ανδρικούς  Καρτζιλαμάδες και να κάνει γρήγορα καθίσματα, πηδήματα, χτυπήματα, πετάγματα στον αέρα, στροφή στον αέρα και άλλα. Η σωματική διάπλαση της μέσης γυναίκας καθώς και η ενδυμασία της δεν υποβοηθούν καθόλου τέτοιου είδους κινήσεις. Αντίθετα, οι κινήσεις που μπορούν με ευχέρεια να εκτελεστούν από τις γυναίκες που ντύνονται με τις παραδοσιακές ενδυμασίες, είναι οι παραδοσιακοί γυναικείοι χοροί.

Επίσης, ο άνδρας που μπορεί να χορέψει τους λεβέντικους Ανδρικούς Καρτζιλαμάδες δεν έχει καμμιά απόλυτη ανάγκη να επιδείξει ο,τιδήποτε με το να χορέψει στη μουσική των Γυναικείων Καρτζιλαμάδων. Οι άλλοι κυπριακοί χοροί, όπως ο Χορός των Προιτζιών και ο Χορός των Ρούχων στο στόλισμα της νύφης, παρέμειναν γυναικείοι χοροί, ίσως για να τονιστεί η σχέση της γυναίκας με το κεντρικό σκοπό των χορών.

Ο Χορός του Δρεπανιού, ο Χορός του Μαχαιριού και ορισμένοι σατυρικοί χοροί – Πιπέρι, Νικολής – έχουν μείνει ανδρικοί χοροί για διάφορους βιολογικούς λόγους, εκτός πιθανό ελάχιστων περιπτώσεων. Φαίνεται ότι οι πιο βασικοί λόγοι που ώθησαν στη διατήρηση μερικών χορών σαν καθαρά ανδρικών ή καθαρά γυναικείων είναι η σωματική διάπλαση κάθε φύλου, ο τρόπος ενδυμασίας και το ποιος μπορεί να αστειεύεται πιο ελεύθερα σε ένα κυπριακό κοινωνικό περιβάλλον.

Πριν το 1950 θα ήταν σχεδόν αδιανόητο να υπάρχουν κυπριακοί χοροί όπου άνδρες να χορεύουν με γυναίκες – μικτοί χοροί. Το φαινόμενο να χορεύουν άνδρες και κοπέλλες μαζί είναι νεότερο. Με την εξέλιξη αυτή ανδρικοί χοροί έγιναν και μικτοί ή/και γυναικείοι, Γυναικείοι χοροί έγιναν και μικτοί, και χορογραφήθηκαν νέοι χοροί που ανταποκρίνονται στη νέα ανάγκη να βρεθούν τα δύο φύλα μαζί στον κυπριακό χορό.

Το 1988 οι ακόλουθοι χοροί ή/και χορογραφίες μπορούν να θεωρηθούν μικτοί κυπριακοί χοροί: 1) Συρτός. 2) Ζεϊπέκικος. 3) Καρροτσέρης. 4) Ρέσι. 5) Τατσιά. 6) Δρεπάνι. 7) Αραπιές. 8) Στάμνα. 9) Μπάλος. 10) Βράκα και 11) Χορός του Κρεββατιού.

Αν ληφθεί υπόψη ο τρόπος παρουσίασης κάθε χορού, τότε οι πιο πάνω χοροί προσδιορίζονται ως εξής: 1) Μπάλος. 2) Μπάλος Πρώτος. 3) Μπάλος Δεύτερος. 4) Συρτός για Ανδρα και Κοπέλλα. 7) Ζεϊπέκικος Μικτός. 8) Στάμνα. 9) Πεγειώτισσα. 10) Δρεπάνι. 11) Τατσιά. 12) Καρροτσέρης για Ανδρα και Κοπέλλα. 13) Καρροτσέρης Μικτός. 14) Αραπιές. 15) Χορός του Ποτηριού. 16) Χορός των Καντήλων. 17) Βράκα. 18) Χορός του Κρεββατιού, και 19) το Ρέσι.

Οι μικτοί κυπριακοί χοροί είχαν σαν αποτέλεσμα πιθανή μετατροπή από το αρχικό νόημα κάθε χορού προς το ειδυλλιακό στοιχείο, εφόσον ένας άνδρας και μια κοπέλλα βρίσκονται τόσο κοντά στη μουσική και την κίνηση. Ετσι υπάρχει η πιθανότητα μέσα από κάθε κυπριακό χορό που έγινε μικτός να ξεπηδήσει η αγάπη δύο χορευτών, ενός άνδρα και μιας κοπέλλας. Η μετατροπή αυτή βέβαια δεν προϋποθέτει απαραίτητα αλλοίωση του αρχικού παραδοσιακού νοήματος κάθε χορού, γεγονός που μπορεί να διατηρηθεί με την εκτέλεση του συγκεκριμένου χορού σύμφωνα με τις προδιαγραφές παραδοσιακής εκτέλεσης. Η μικτή εκτέλεση του χορού, αντί να θεωρηθεί σαν αλλοίωσή του, θα ήταν καλύτερο να αντιμετωπίζεται σαν επέκτασή του.

Παρόλο που μικτοί χοροί έχουν γίνει αποδεκτοί από το ευρύ κοινό, υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι κυπριακοί χοροί πρέπει να παρουσιάζονται ξεχωριστά από άνδρες (ανδρικοί χοροί) και ξεχωριστά από γυναίκες (γυναικείοι χοροί). Υποστηρικτής της ιδέας αυτής είναι ο Νεόφυτος Κωσταντίνου, που απόφυγε τη διδασκαλία ή/και παρουσίαση μικτών κυπριακών χορών με τα συγκροτήματα που συνεργάστηκε.

Αν και πρέπει να γίνει σοβαρή εξέταση της ιδέας που αναφέρεται πιο πάνω, που έχει το ισχυρό σημείο της προσκόλλησης προς την παράδοση, φαίνεται ότι η σύγχρονη (1988) παρουσίαση μικτών κυπριακών χορών είναι μια πραγματικότητα που αγαπήθηκε από πολλά στρώματα του κυπριακού λαού, τόσο χορευτές/χορεύτριες όσο και θεατές. Να σταματήσει αυτή η τάση που δοκιμάστηκε με επιτυχία στο χρόνο και στην πράξη ξεφεύγει τα όρια του πραγματικού. Βέβαια αν σκοπός της εκτέλεσης είναι η παρουσίαση κυπριακών χορών σε μορφές πριν το 1950, οπωσδήποτε η τάση για ξεχωριστούς γυναικείους και ξεχωριστούς ανδρικούς χορούς όχι μόνο πρέπει να προτιμηθεί αλλά απαραίτητα να εφαρμοστεί.

Χορογραφία και κυπριακός χορός

Παρόλο που, τουλάχιστο φαινομενικά, ο κυπριακός χορός δεν μπορεί να έχει άμεση σχέση με τη χορογραφία, γεγονός που ανταποκρίνεται σε σημαντικό βαθμό στην πραγματικότητα, στην ουσία αυτή η σχέση είναι πρακτικά αναγκαία. Να απορριφθεί η σχέση κυπριακών χορών-χορογραφίας είναι σαν να απορρίπτεται η σχέση κυπριακών τραγουδιών-μουσικής σύνθεσης.

Οπως το κυπριακό τραγούδι, για παράδειγμα “Τα μαύρα αμμάδκια” με ποιητή το Δημήτρη  Λιπέρτη και συνθέτη τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη, μπορεί να θεωρηθεί σαν κυπριακό τραγούδι εξίσου λαϊκό όσο το “Λούλλα μου, Μαρούλλα μου”, ή “Αίγια Κότσιηνη”, δεν υπάρχει λόγος να απορριφθεί μια παράλληλη δημιουργία, μερική ή ολική, στον τομέα του χορού. Οπως ο κυπριακός λαός θεωρεί το τραγούδι “Τα μαύρα αμμάδκια” χαρακτηριστικό της πολιτιστικής του παράδοσης, έστω και αν δημιουργήθηκε από μόνο δύο ανθρώπους, γεγονός που δεν αποκλείεται να συνέβηκε και με άλλα πολύ γνωστά κυπριακά τραγούδια (απλώς, πιθανό, η πηγή δημιουργίας δεν είναι πάντοτε γνωστή), δεν υπάρχει λόγος να μην αφομοιώσει κάτι παράλληλο από χορευτικής άποψης. Επομένως μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η χορογραφία έχει κάποια εφαρμογή στον κυπριακό χορό.

Για πιθανή αντίληψη της χρήσης της χορογραφίας στον κυπριακό χορό μπορεί να υποβληθεί το ακόλουθο ερώτημα: Είναι δυνατό η πλειονότητα του κυπριακού λαού να αρκεσθεί σήμερα στην εκτέλεση κυπριακών χορών όπως παρουσιάζονταν στα 1920, όταν πάνω στη σκηνή ή στη πίστα υπήρχαν δύο χορευτές ή δύο χορεύτριες και αυτοσχεδίαζαν; Επίσης, είναι δυνατό να υπάρχουν συγκροτήματα κυπριακών χορών που να παρουσιάζονται διεθνώς και να αρκεσθούν στην παρουσίαση μόνο δύο χορευτών πάνω στη σκηνή και να αυτοσχεδιάζει ο καθένας όπως έκανε ο χορευτής του 1930 όταν πήγαινε στο γάμο; Το τι έκανε ο χορευτής στο γάμο το 1930 για να ευχαριστήσει τον εαυτό του, την κοπέλλα του και τους συγχωριανούς του, ψυχαγωγικά ή/και κοινωνικά, πιθανό να μην είναι εφαρμόσιμο σε μεταγανέστερες περιόδους. Επομένως, το λαογραφικό υλικό του 1930 μπορεί να θεωρηθεί η βάση νέας δημιουργίας ή αναδημιουργίας και σύμφωνα με την τεχνική της ανατροφοδότησης μεταξύ χορογράφου και κυπριακού κοινού να παραδοθεί τέτοια παρουσίαση κυπριακών χορών που να είναι αποδεκτή από το λαό της Κύπρου του 2000, για παράδειγμα. Για τους Κύπριους του 2050 η πρακτική του 2000 πιθανό να θεωρηθεί παράδοση, όπως σήμερα αντιμετωπίζονται οι τρόποι εκτέλεσης κυπριακών χορών πριν το 1950.

Ανάλογος παραλληλισμός γίνεται και στη γλώσσα: Μήπως οι Κύπριοι του 1870 ή και του 1910 μιλούσαν αποδεκτά ελληνικά της κυπριακής παράδοσης, ενώ οι Κύπριοι του 1988 δεν μιλούν παραδοσιακά ελληνικά, επειδή έκαναν αρκετές αλλαγές; Μήπως τα ελληνικά του 1988 είναι “πιο ελληνικά” από αυτά που χρησιμοποιούνται το 1988; Υπάρχει πιθανότητα οι Κύπριοι του 2088 να θεωρήσουν την κυπριακή διάλεκτο του 1888 πιο “κυπριακή” ή παραδοσιακή από τη διάλεκτο του 1988; 

Η χορογραφία χρησιμοποιείται στον κυπριακό χορό με αρκετούς τρόπους. Μερικοί από αυτούς είναι οι ακόλουθοι: (α) Συλλογή φιγούρων από διάφορα μέρη της Κύπρου και “συναρμολόγησή τους”. (β) Συλλογή φιγούρων από διάφορους χορευτές για διάφορους χορούς και επεξεργασία τους. (γ) Δημιουργία νέων φιγούρων με βάση τις προϋπάρχουσες. (δ) Διασκευή ή/και βελτίωση παλιών φιγούρων. (ε) Δημιουργία κινητικών φράσεων που να ανταποκρίνονται στις μουσικές φράσεις. (ζ) Οργάνωση φιγούρων ή/και χορών για παρουσίαση χορευτικών συγκροτημάτων (μήπως θα ήταν επιθυμητό να παρουσιάζονται κυπριακά συγκροτήματα σε διεθνείς εκδηλώσεις φολκλορικού χορού όπου άλλες ομάδες από άλλες χώρες παρουσιάζουν δεκάδες χορευτών και χορευτριών, με δύο χορευτές να εκτελούν το Καρτζιλαμά και να αυτοσχεδιάζουν επειδή έτσι είναι η παράδοση;). (η) Δημιουργία νέων φιγούρων. (θ) Δημιουργία νέων ιδεών σε χορούς που υπάρχουν. (ι) Προσαρμογή της κίνησης στις συνθήκες που την επηρεάζουν – χορευτές, θεατές, χώρος, μουσική, χρόνος, στολές. (κ) δημιουργία ομοιομορφίας στον κυπριακό χορό, ιδίως σε περιπτώσεις ομαδικής παρουσίασης. (λ) Προσαρμογή κυπριακών χορών στο χορόδραμα; (μ) Εκσυγχρονισμός των κυπριακών χορών ώστε να ανταποκρίνονται στο λαϊκό αισθητήριο και επιθυμίες μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου από πλευράς κίνησης, στολών και σχέσης με τη μουσική και τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην Κύπρο και γενικά σ’ όλο τον κόσμο. (ν) Προβολή ασχολιών, ηθών, εθίμων και επιδιώξεων του κυπριακού λαού μέσω του χορού, χωρίς κατ’ ανάγκη να υπάρχει υπέρβαση των επί μέρους παραδοσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη σύνθεση.

Με τις τόσες πολλές  χρήσεις της χορογραφίας στον κυπριακό χορό είναι δύσκολο να διασπαστεί μια τόσο δυνατή σχέση με τόση σημαντική πρακτική εφαρμογή. Να προβληθεί βέβαια ο ισχυρισμός ότι όλες οι χρήσεις της χορογραφίας που αναφέρθηκαν έχουν κεντρική σχέση με τον κυπριακό χορό. Να γίνει όμως ο ισχυρισμός ότι η χορογραφία μπορεί να επιδράσει θετικά στην παρουσίαση, διατήρηση και εξέλιξη των κυπριακών χορών δεν είναι κάτι παράλογο ή/και εκτός πραγματικότητας. Οπως ο Δημήτρης Λιπέρτης και ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης συνέτειναν ώστε το κυπριακό τραγούδι να εμπλουτιστεί, έτσι μπορεί να γίνει και στο χορό. Με την εφαρμογή των διαφόρων χρήσεων της χορογραφίας που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και ιδίως αυτών που τείνουν να διατηρούν τη χρήση κίνησης στα πλαίσια γενικά αποδεκτού ορισμού του κυπριακού χορού, θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα.

Η επιτυχημένη παρουσίαση κυπριακών χορών σε διάφορους τόπους κατά διάφορους καιρούς, στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στη χορογραφία. Υπάρχει μάλιστα και ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη χορογραφικής επεξεργασίας του χορού είναι πολλές φορές όχι θετικός παράγοντας στην παρουσίαση. Για κανένα λόγο βέβαια δεν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο κυπριακός χορός στηρίζεται στη χορογραφία. Εκείνο που καταβάλλεται προσπάθεια να προβληθεί είναι ότι υπάρχει πιθανότητα τα λαϊκά στοιχεία στον κυπριακό χορό να τύχουν προσιτής παρουσίασης ύστερα από κατάλληλη χορογραφική επεξεργασία.

Η χορογραφική προσφορά στον κυπριακό χορό είναι έμπρακτη: ο χορός Στάμνα είναι προϊόν επεξεργασίας από το Γρηγόρη Ασσιώτη. Οι μικτοί χοροί είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα χορογραφικής επεξεργασίας. Το Ρέσι και Πεγιώτισσα έχουν αρχικά παρουσιαστεί σαν χορογραφίες. Βέβαια δεν υπάρχει κυπριακός χορός που να μην έχει χορογραφηθεί. Στη χορογραφία στηρίζεται η ύπαρξη χορευτικών συγκροτημάτων, χωρίς τα οποία ο κυπριακός χορός είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να γίνει παγκόσμια γνωστός. Ενα χορευτικό συγκρότημα προϋποθέτει οργάνωση από όλες τις απόψεις και ιδιαίτερα από πλευράς κίνησης. Εάν επιτραπεί η ελευθερία που έχουν δύο χορευτές όταν παρουσιάζονται σ’ ένα γάμο, γεγονός που δεν αποκλείεται απαραίτητα από ένα συγκρότημα, το επίπεδο οργάνωσης που είναι παράγοντας επιτυχίας της παράστασης, πιθανό να κρατηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα.

Η χορογραφία στον κυπριακό χορό είναι σχετικά φαινόμενο της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Μπορεί να λεχθεί ότι η συστηματική χορογραφική επεξεργασία των κυπριακών χορών άρχισε το 1958 με το Γρηγόρη Ασσιώτη, που πρώτος παρουσίασε χορογραφημένο πρόγραμμα κυπριακών χορών. Ο Γρηγόρης Ασσιώτης είναι αυτός που, παραμένοντας πιστός σε ψηλό βαθμό στο πνεύμα της κυπριακής παράδοσης, παρουσίασε σε χορογραφία σχεδόν όλους τους γνωστούς κυπριακούς χορούς αλλά δημιούργησε και άλλους πάνω στην ίδια γραμμή. Από τους γνωστούς κυπριακούς χορούς που χορογράφησε ο Γρηγόρης Ασσιώτης είναι: ο Πρώτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Δεύτερος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Τρίτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Τέταρτος Ανδρικός Καρτζιλαμάς, ο Τρίτος Γυναικείος Καρτζιλάμας και ο Τέταρτος Γυναικείος Καρτζιλαμάς. Οι νέοι χοροί που δημιούργησε ο Γρηγόρης Ασσιώτης, βασιζόμενος σε χορούς που υπήρχαν, είναι ο Ανταρτοκλέφτικος, το Ερωτικό Ραντεβού και η Στάμνα.

Τον Γρηγόρη Ασσιώτη ακολούθησαν στη χορογραφία ο Χριστάκης Καζαγκάς και λίγο πιο ύστερα ο Βάσος Κωνσταντίνου, χορογραφώντας για το Χορευτικό Συγκρότημα του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας Κύπρου. Τα μεγαλύτερα χορογραφικά επιτεύγματα του Βάσου Κωνσταντίνου φαίνονται από τους γυναικείους Καρτζιλαμάδες, τον Μικτό, τη Σούστα, φιγούρες στη δημιουργία των χορογραφιών ΕΣΝΚ, ενω ο ίδιος ήταν ο κεντρικός συντελεστής χορογραφίας για το Μήλο.

Η επιτυχία των χορογραφιών του Συγκροτήματος ΕΣΝΚ και η διάλυση του συγκροτήματος αργότερα, έδωσε την ευκαιρία στους χορευτές του να μεταφέρουν τις χορογραφίες τους σε νέα συγκροτήματα. Ετσι παρατηρείται το φαινόμενο ολόκληροι χοροί του ΕΣΝΚ να παρουσιάζονται με ελάχιστες αλλαγές από άλλα χορευτικά συγκροτήματα. Στη Λεμεσό, αξιόλογη χορογραφική δουλειά παρουσίασε ο Μάριος Σωφρονίου, και στην Πάφο ο Νεόφυτος Κωνσταντίνου και ο Ανδρέας Θεοδώρου. Στη Λευκωσία ο Μίκης Σιακαλλής έχει διαδεχθεί τον Γρηγόρη Ασσιώτη και το Βάσο Κωνσταντίνου.

Στη Λύση έχει γίνει κάτι αξιοθαύμαστο και μοναδικό από πλευράς χορογραφίας. Ο Αριστόδημος Αυξεντίου, που ηγήθηκε του ΣΥΚΑΛΥ, δημιούργησε στον κυπριακό χορό κάτι πολύ σημαντικό. Παρουσίασε κυπριακούς χορούς και χορογραφίες που προκάλεσαν θαυμασμό. Δεν περιορίστηκε στη χορογραφία των γνωστών κυπριακών χορών αλλά επεκτάθηκε στον τομέα του χοροδράματος με τα έργα του “Ειδύλλιο και γάμος” (1961), “Στα μαρμαρένια αλώνια” (1966), και “Βαθκειές ρίζες” (1978). Εισήγαγε νέους χορούς όπως ο Χορός της Σποράς, ο Χορός του Θέρους, ο Χορός του Αλωνίσματος και ο Χορός του Ανεμίσματος και ο Χορός του Τρύγου.

Κάτι που μπορεί να προσεχθεί στη χορογραφία είναι το θέμα της στολής. Επειδή οι πιο πολλοί κυπριακοί χοροί παρουσιάζονται στο γάμο, έχουν επικρατήσει ενδυμασίες που συνηθίζονται στο γάμο. Οταν όμως πρόκειται να γίνει μια αναπαράσταση ενός κυπριακού εθίμου ή γεωργικής ασχολίας μέσω του χορού δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί η φορεσιά του γάμου. Επιβάλλεται μάλιστα να χρησιμοποιηθεί ενδυμασία ανάλογη με το είδος του χορού. Για παράδειγμα, όταν χορογραφικά παριστάνεται στη σκηνή η σπορά ο χορευτής θα ντυθεί με ανάλογη στολή – πιθανό τομαρέτικη ποδίνα, μπλε βράκα και μαντό ή καπέλλο.

Περιγράφοντας τη σχέση της χορογραφίας με τους κυπριακούς χορούς έχει αποδειχθεί πόσο σημαντική είναι αυτή η σχέση. Μπορεί να προβληθεί ότι το μέλλον του κυπριακού χορού θα σχετίζεται άμεσα με τη χορογραφία. Οι μελλοντικές αυτές τάσεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: (α) Δημιουργία νέων χορογραφιών γνωστών χορών. (β) Διασκευή χορογραφιών. (γ) Δημιουργία νέων φιγούρων. (δ) Χορογραφία νέων χορών. Για τις τάσεις δημιουργίας νέων χορών και χορογραφιών πιθανό να γίνουν προσπάθειες προς τους ακόλουθους χορούς ή/και τραγούδια: Χορός των Μαλλιών του Κρεββατιού, Τραγούδι του Γάμου, Μπάλος Ανδρικός, Μπάλος Γυναικείος, ο Καραβάς, ο Αζιζιές, ο Σκαλιώτικος, η Μάντρα, η Βράκα, το Καρτζιλάτισμα των Μελλόνυμφων, ο Χορός του Παλιωμάτου, ο Πολογιαστός, ο Τρύγος, το Μάζεμα των Πατατών, η Ζωή του Αγρότη, ο Χορός της Σποράς, ο Νικολής, το Πιπέρι, ο Χορός του Αντρόγυνου, και το Μάζεμα των Πορτοκαλιών.

Τελειώνοντας, μπορεί να δηλωθεί ότι η χορογραφία δεν είναι απαραίτητα αντίθετη έννοια με τον κυπριακό χορό. Αντίθετα, είναι μια προσέγγιση που με κατάλληλη χρήση έχει πολλά να προσφέρει στον κυπριακό χορό.

 

_______________________

 

Χορευτές κυπριακών χορών

Εισαγωγή

Ο κυπριακός χορός, εκδήλωση των βιωμάτων του κυπριακού λαού, γέννημα μα και έκφραση της χαράς και της λύπης του, αναπτύσσεται χάρη στην αγάπη και το ενδιαφέρον των ίδιων των Κυπρίων. Με τέτοια αισθήματα τον αγκαλιάζουν οι αναρίθμητοι και αξιόλογοι χορευτές, αυτοί που τον δημιούργησαν/αναδημιούργησαν και αυτοί που τον παρουσίασαν. Στη συνέχεια θα αναφερθούν αρκετοί, όχι όμως όλοι, από αυτούς. Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν, υποκειμενικά, για την επιλογή των χορευτών αυτών είναι τα ακόλουθα: 

(α) Χορογραφική προσφορά. (β) Προσωπικότητα στο χορό, τέτοια ώστε να επηρεάσει άλλους χορευτές. (γ) Δραστηριότητες (ποσόν/ποιόν) στον κυπριακό χορό. (δ) Γνωριμία του χορευτή με το κοινό. (ε) Διδακτική προσφορά/ικανότητα του χορευτή. (ζ) Υπαρξη διαθέσιμης πηγής πληροφοριών, έστω και προφορικής. (η) Τόπος καταγωγής. (θ) Χρόνος γέννησης. (ι) Προσωπικότητα γενικά. (κ) Δράση μετά το 1960. Για πιο παλιούς χορευτές, που έδρασαν πριν το 1950, επειδή δεν υπάρχουν σαφείς και ακριβείς πληροφορίες για τη δράση τους (οι πιο πολλές που υπάρχουν είναι έμμεσες και προφορικές) το έργο της έρευνας και της παρουσίασης γίνεται δύσκολο. Ας σημειωθεί πως η κινηματογράφηση χορευτών στην Κύπρο πριν το 1960 ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και επομένως μόνο έμμεσα υπάρχει δυνατότητα αξιολόγησης τέτοιων χορευτών.

Πολλοί από τους χορευτές κυπριακών χορών έχουν αναγνωριστεί για διάφορους λόγους. Εδώ θα γίνει μια προσπάθεια αρίθμησης κριτηρίων τα οποία πιθανόν να εφαρμοστούν για αξιολόγηση κάποιου χορευτή. Μερικά από αυτά είναι τα εξής: Μουσικότητα, μυϊκή ευλυγισία, κορμοστασιά, περπάτημα, ντύσιμο κατά την εκτέλεση κυπριακών χορών, προσωπικότητα, γέλιο και σοβαρότητα, εμπειρία, γνώση φιγούρων, λαογραφική εκτέλεση, ποικιλία και πρωτοτυπία στην εκτέλεση, διδακτική ικανότητα, ομορφιά, ανδρισμός/ θηλυκότητα, συνεργάτες, διάρκεια υπηρεσίας, ικανότητα στη σύνθεση διστίχων, ευφυϊα και μνήμη, ηλικία, απόδοση νοήματος κάθε χορού, ρεπερτόριο, εργατικότητα, μεθοδικότητα, επιμονή και χορογραφική ικανότητα.

Γενικά ένας καλός χορευτής θεωρείται αυτός που είναι μουσικά και σωματικά προικισμένος, μπορεί να χορεύει με χάρη όλους σχεδόν τους κυπριακούς χορούς, έχει χορέψει χορούς μόνος του αλλά και με οργανωμένη ομάδα, έχει επινοήσει γενικά αποδεκτές φιγούρες, χορεύει με προσωπικό στιλ αλλά σωστά λαογραφικά και κινητικά, και μπορεί και τραγουδά δίστιχα που σχετίζονται με το χορό.

Μεταξύ των πολλών χορευτών κυπριακών χορών αναφέρονται οι πιο κάτω, που, κρινόμενοι υποκειμενικά, έχουν αξιόλογη προσφορά στον κυπριακό χορό. Πράγματι υπάρχουν αρκετοί άλλοι σημαντικοί χορευτές, πιθανόν ισάξιοι και ανώτεροι από αυτούς που θα αναφερθούν, δυστυχώς όμως λόγω αδυναμιών στην έρευνα είναι κάπως δύσκολο να περιληφθούν όλοι, όταν μάλιστα αρκετά στοιχεία αυτών που έχουν επιλεγεί για αναφορά δεν είναι ακόμα εξακριβωμένα – τόπος και χρόνος γέννησης. Ισως ο συνεχιστής της έρευνας για τους χορευτές κυπριακών χορών θελήσει να συμπληρώσει ό,τι παραλήφθηκε εδώ.

Με κριτήριο την ημερομηνία γέννησης, οι χορευτές αυτοί αναφέρονται πιο κάτω. Μετά το όνομα κάθε χορευτή αναφέρεται ο τόπος γέννησης. Σε περίπτωση που έζησε για σημαντικό χρονικό διάστημα σε άλλο ή άλλα μέρη αυτό αναφέρεται (νοουμένου ότι υπάρχουν σχετικές πληροφορίες) μετά τον τόπο γέννησης. Οπου αυτό έχει υπολογισθεί κατά προσέγγιση συνοδεύεται με ερωτηματικό. Το έτος γέννησης ακολουθείται για ορισμένους, από το έτος θανάτου, οριστικά ή κατά προσέγγιση.

Για σκοπούς ταξινόμησης οι χορευτές αυτοί αναφέρονται μεταξύ πέντε περιόδων: Α) 1850-1899. Β) 1900-1930. Γ) 1931-1958. Δ) 1959-1974. Ε) 1975-1999. Η ταξινόμηση αρχίζει το 1800 γιατί δεν έχουν βρεθεί διαθέσιμες πηγές που να αναφέρονται σε χορευτές πριν το 1800. Εξάλλου το έργο της αξιολόγησης χορευτών πριν το 1800 είναι πολύ δύσκολο.

Η Πρώτη (Α) Περίοδος, 1800-1899, αναφέρεται σε χορευτές που έδρασαν τον προηγούμενο αιώνα και ιδιαίτερα το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η περίοδος αυτή ονομάζεται Δέκατος Ενατος Αιώνας. Η Δεύτερη (Β) Περίοδος, 1900-1930, αναφέρεται στους γνωστούς καλούς χορευτές της αρχής του 20ου αιώνα, που κατά το χρόνο της συγγραφής της εργασίας αυτής θεωρούνταν ως “οι παλιοί χορευτές”. Τα χρόνια αυτά ονομάζονται “Περίοδος Αυτοσχεδιασμού”. Η Τρίτη (Γ) Περίοδος, 1931-1958, περιστρέφεται γύρω από τη δράση του Βύρωνα Γεωργίου, ο οποίος “άφησε εποχή” στην εκτέλεση κυπριακών χορών. Γι’ αυτό, προς τιμήν του, τα χρόνια 1930-1958 ονομάζονται “Περίοδος Βύρωνα Γεωργίου”. Η Τέταρτη (Δ) Περίοδος, 1958-1974, αρχίζει με τη δράση του Γρηγόρη Ασσιώτη που υπήρξε πρωτεργάτης στη δημιουργία χορευτικών συγκροτημάτων, προς τιμήν του οποίου ονομάζεται “Περίοδος Γρηγόρη Ασσιώτη”. Η Πέμπτη (Ε) Περίοδος, 1975-1999, είναι η “Σύγχρονη Περίοδος” και χαρακτηρίζεται έτσι σε σχέση με το χρόνο εκτύπωσης της εργασίας αυτής.

 

Πρώτη Περίοδος, 1850-1899

Η Πρώτη Περίοδος (1850-1899) ή Περίοδος Δεκάτου Ενάτου Αιώνα αναφέρεται στους χορευτές που έδρασαν τον Δέκατο Ενατο Αιώνα. Παρόλο ότι η περίοδος αυτή αρχίζει το 1800, ο πρώτος χορευτής που αναφέρεται γεννήθηκε το 1850 περίπου. Ο λόγος ύπαρξης κενού στα χρόνια 1800-1850 οφείλεται στην έλλειψη πληροφοριών για τους χορευτές του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Οι μόνοι από τους ελάχιστους γνωστούς χορευτές που έδρασαν στο δεύτερο μισό της εξεταζόμενης περιόδου είναι οι πιο κάτω:

Μιχαήλ Κεφαλά, Αραδίππου, 1850;-1915;

Γιωρκάτζης, Υψωνας, 1870;-1940;

 

Δεύτερη Περίοδος, 1900-1930

Η Δεύτερη Περίοδος (1900-1929) είναι η περίοδος των “Παλιών Χορευτών”. “Παλιοί Χορευτές” βέβαια καθορίζεται σε σχέση με τους χορευτές που ζουν το 1988. Επειδή οι χορευτές αυτής της περιόδου έμαθαν τους χορούς με τη μέθοδο της παρατήρησης και επειδή χρησιμοποίησαν αυτοσχέδιες κινήσεις σε μεγάλο βαθμό, τα χρόνια αυτά ονομάζονται “Περίοδος Αυτοσχεδιασμού”. Η περίοδος αυτή αρχίζει με την έναρξη του εικοστού αιώνα και λήγει το 1930. Μερικοί από τους χορευτές κυπριακών χορών που έδρασαν την περίοδο 1900-1930 είναι οι εξής:

Γιωρκής Καραολής, Φρέναρος, 1880-1960. Εργάστηκε σαν χορευτής κυπριακών χορών στις ΗΠΑ για 35 χρόνια.

Παναγιώτου Πρωτοπαπά, Λύση 1880; – Λύση 1945; (Σ. Κ. Ξυστούρη, Η κωμόπολη της Λύσης, σελ. 116)

Κουλλού Πάτσαλου, Λύση 1881; – Λύση 1950; (Ξυστούρης, 116)

Καλλού Παυλή Χριστινούς, Λύση 1881;- Λύση 1970; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Μιχάλης Πέσοντζιες, Αγιος Αμβρόσιος, 1880; – 1978;

Μαλού Γρίβα, Λύση 1880; – Λύση 1970;

Κωσταντής Ταντής, Ασσια; 1880; – 1950;

Βασιλού Χατζηπετρή, Λύση 1890; – Λύση 1970; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Παύλος Κοραής, Εξω Μετόχι, 1890;-1960; Χόρευε πολύ ωραία τους αντικρυστούς χορούς (συνέντευξη Αβέρωφ)

Φανού Ξενή Μασώνου, Λύση 1890; – Λύση 1970; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Παυλού Σ. Πατσάκκου, Λύση 1890; – Λύση 1971; (Ξυστούρης, σελ.116)

Χαράλαμπος Πετρίδης, Π. Ζώδια 1890;-1960; (συνέντευξη Σ. Τάντας)

Χατζηπαναγιώτης Οικονόμου, Π. Ζώδια 1890-1956; (συνέντευξη Σ. Τάντας)

Γιάννης Παπαλεοντίου, Ασσια 1890;-1960;

Γιωρκού Δ. Καγκάρη, Λύση 1893;- Λύση 1970; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Γιαννακός από το Δίκωμο, 1894;-1959; Ειδικός στο Δρεπάνι.

Παναγιώτου Γιωνά Νικολετιού, Λύση 1895;-Λ ύση 1972; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Μιχαήλ Φράγκος, Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας 1897;-1973; (συνέντευξη, Σ. Τάντας)

Χριστίνα Κατσούνα, Λύση 1896;-Λύση 1970; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Μιχάλης Τρομερού (Βρακάς), Βατύλη 1897;-1971;

Καλλού Σάββα Γιωρκάτζιη, Λύση 1898;-1971; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Δημήτρης Αρτηματάς, Παραλίμνι 2/12/1899-;

Καλλού Βασίλη Κουσιάππα, Λύση 1979;-Λύση 1972; (Ξυστούρης, σελ. 116)

Αντώνης του Τούρου, Φρέναρος 1899;-;

Χριστοφής Βρακάς, Πηγή 1899;-;

Νικολής Πρασκευά, Αραδίππου 1900;-1970;

Βασίλης Πέρτικος, Υψωνας 1900;-1970;

Σιακαλλής, Καϊμακλί. Χόρευε κυπριακούς χορούς στην Αθήνα στα 1920 (συνέντευξη Αβέρωφ)

Σολομός, Νέο Χωριό Κυθρέας. Ειδικός στο Ζεϊμπέκικο και Αραπιέ. Τοποθετούσε διάφορα αντικείμενα στο κεφάλι όταν χόρευε Αραπιέ.

Παναγιώτης Χρυσάνθου, Υψωνας 1901-1971

Πρόδρομος Χαηραλλάς, Πηγή 1902;- Αγιος Αμβρόσιος 1982; Πολύ καλός χορευτής που υπηρετούσε επίσης σαν μέλος της κριτικής επιτροπής στους διαγωνισμούς χορών κατά την Εκθεση Χρυσομήλου στον Αγιο Αμβρόσιο.

Χριστοφής Πριγκόπουλος, Αυγόρου 22/11/1903-; Χορευτής και ποιητάρης. Εχει χορέψει σε πολλά μέρη της Κύπρου – Λάπηθο, Καραβά, Λάρνακα, Παραλίμνι – και βραβεύτηκε αρκετές φορές.

Παρασκευάς Χατζημιχαήλ, Αυγόρου; 1903-

Παναής Μούγιος, Αυγόρου; 1903-

Παναής Βερεσιές, Λύση 1904;-Αγγλία, Αυστραλία, 1979; Χορευτής, ψάλτης και τραγουδιστής.

Χαράλαμπος Γεωργίου, Ξυλοτύμπου 1904;-

Θεόδουλος Καλλίνικος, Λευκόνοικο 1904; Είναι ο πρώτος γνωστός δάσκαλος κυπριακών χορών, τουλάχιστο στη μέση εκπαίδευση. Το 1947 δίδαξε για ολόκληρο το χρόνο κυπριακούς χορούς στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Εχει προσφέρει στον κυπριακό χορό μέσω των ερευνών του για την κυπριακή δημοτική μουσική.

Δημήτρης Σουρουλλάς-Ζητηρής, Λύση 1905;-

Σέρκος Μ. Τσιακλή, Αγιος Αμβρόσιος 1905-1977

Γεώργιος Χατζησάββα (Γιωρκής του Κουτσοσιέρα), Αγιος Αμβρόσιος 1906;-

Παύλος Παναή Παύλου, Αγιος Αμβρόσιος 1907-; Σαν χορευτής βραβεύτηκε στον Αγιο Αμβρόσιο (1936) και στον Καραβά (1940).

Σάββας Ττοσιάς, Τρεμιθούσα 1907;-

Μύρος Παπασάββα, Κάθηκας 1907;-1977;

Κυπριανός Σεβαστή, Παλιομέτοχο 1907;-

Δημήτρης Βωνιάτης, Αμμόχωστος 1908;-

Φώτης από τον Αγιο Αθανάση, 1908;-

Χριστόδουλος Κουνναρής, Σίμου 1908-; Κλείει τα μάτια όταν χορεύει Ζεϊμπέκικο.

Αναστάσης Μιχαήλ Ττάσος, Ξυλοτύμπου 1909-

 

Τρίτη Περίοδος, 1930-1958

Η Τρίτη Περίοδος (1930-1958) ή Περίοδος Βύρωνα Γεωργίου, αρχίζει με τη δράση κυρίως τριών αδελφιών από το Πραστειό Κελλακίου, του Δημήτρη Γεωργίου-Παπαδημήτρη, του Βύρωνα Γεωργίου του Παύλου Γεωργίου και της Μαριάνθης Γεωργίου. Η περίοδος αυτή τελειώνει με τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Η περίοδος αυτή, εκτός από τα αδέλφια Γεωργίου, έχει να επιδείξει αρκετούς άλλους που διακρίθηκαν. Μεταξύ αυτών είναι οι Γεώργιος Χατζησάββα, Γεώργιος Ορνιθάρης και Χρυσόστομος Δημητρίου. Ενας πιο πλήρης κατάλογος χορευτών που διακρίθηκαν είναι ο πιο κάτω:

Κίτσιος, Καραβάς 1910;-; Χόρευε δύο δρεπάνια.

Κυριακός Λοϊζου, Αλάμπρα 6/04/1910-

Γιωρκής Ξιούρουππας, Αραδίππου 1910;-

Τζιαπούρας από τη Ζωοπηγή, 1910;-

Νικολής Τσιάκκας, Ασσια 1910;-

Σολής, Καραβάς 1910;-; Ηταν επίσης τραγουδιστής και λαουτάρης και ερμήνευε το νόημα κάθε κυπριακού χορού

Παναγιώτης Χαραλάμπους Χάμπαλης, Πέγεια 28/12/1910-

Θεοδώρα Χαραλάμπη, Υψωνας 1910;-1980;

Κωστής Λουκά, Βατύλη 1911;-; Πολύ καλός στο Συρτό.

Κυριάκος Ξύστρας, Αγιος Επίκτητος 1911;-

Κώστας Παντελή, Αλάμπρα 1912-

Μυριάνθη Γεωργίου, Πραστειό 1912-; Αδελφή του Βύρωνα Γεωργίου.

Σάββας Στυλλή Χάμπου, Πέγεια 1912;-

Μιχάλης Αναστάση, Πέγεια 1912;-1981;

Αναστάσης Χατζηιωάννου, Πέγεια 1912;-

Μιχάλης Φιλίππου Ορφανού, Πέγεια 1912;-

Γεώργιος Κωνσταντή Ορνιθάρης, Φρέναρος 20/01/1912-; Γεωργός με έμφυτο ταλέντο και μεράκι στο χορό, γιος βιολάρη, από οκτώ χρονών άρχισε να χορεύει. Δημόσια πρωτοεμφανίστηκε το 1932-1933 κατά τις εκδηλώσεις στην Αμμόχωστο για τη στέψη του βασιλιά της Αγγλίας. Από τότε συνεχίζει να χορεύει και έχει αποκτήσει τη φήμη άριστου χορευτή. Οι φιγούρες που χρησιμοποιεί είναι αυθεντικές και βασίστηκαν στη χορευτική παράδοση που πρωτοαντίκρυσε στην περιοχή του, χωρίς να δεχτεί να επηρεαστεί από άλλες πηγές. Εχει δημιουργήσει για τον κυπριακό χορό από κινητικής όσο και ποιητικής και μουσικής πλευράς. Είναι ειδικός στο Ζεϊμπέκικο, αν και όλους τους χορούς τους εκτελεί με εξαίρετη τέχνη.

Χρυσόστομος Δημητρίου (Κανάρης), Κέδαρες Πάφου 12/04/1913-; Παιδί μουσικής οικογένειας, με έξι παιδιά, από την Αρμίνου (πατέρας) και Κέδαρες, όπου οι πέντε έγιναν και μουσικοί και χορευτές. Από ηλικίας 11 χρονών άρχισε να παίζει λαούτο, να τραγουδά και να χορεύει. Με τα αδέλφια του Θεόφιλο, Πάτροκλο, Ευθύβουλο και Φίλιππο έχουν παρουσιαστεί σαν βιολάρηδες σε αρκετούς γάμους σε χωριά της Πάφου και της Λεμεσού. Ο χορός “Κανάρης” είναι σχεδόν δημιούργημά του.

Δημήτρης Γεωργίου Παπαδημήτρης, Πραστειό Κελλακίου 1913; – Αγιος Τύχωνας.

Κατερίνα Χαραλαμπή, Υψωνας 1913;-1982

Ττόμας από την Πέτρα, 1913;-

Γεώργιος Νικολάου, Αλάμπρα, 1914-

Κυριακού Μιχαήλ, Πραστειό Κελλακίου 1914-

Κούντουρος από το Κάρμι, 1914;-. Ειδικός στο Δρεπάνι.

Γεώργιος Ανδρέου, Αγιος Ηλίας Αμμοχώστου 1914;-

Δαμιανός ο Λευκαρίτης, 1914;-

Κάττος ο Λευκαρίτης, 1914;- 

Σάββας Μίττα, Αγιος Αμβρόσιος 1915;-

Πασχάλης Κυριάκου, Αγιος Γεώργιος Σπαθαρικού 1915;-

Ανδρέας Βασιλειάδης, Ασσια 1915;-

Ανδρέας Ζωγράφος, Αγιος Ηλίας 25/01/1916-

Χαμπής Χατζηπαναή Χαλλούμας, Μάντρες 1916;-

Γιαννής ο Λαουτάρης, Αυγόρου 1916;-1982 

Κυριάκος της Τουρούσιας, Παραλίμνι 1917-1972

Γεώργιος Τσιακλής, Αγλαντζιά 1917-

Βάσος από το Πισσούρι 1918;-. Χορευτής και βιολάρης

Κυριάκος Χάμπαλης, Πέγεια 1918;-

Βύρων Γεωργίου, Πραστειό Κελλακίου 1/07/1918 – Τραχώνι. Σε ηλικία 13 χρονών είχε τόσο μεράκι για το χορό που καμιά δύναμη δεν βρέθηκε ώστε να τον εμποδίσει να εξελιχθεί σε άριστο χορευτή κυπριακών χορών από κάθε άποψη. Πραγματικά πολυτάλαντος στη μουσική (έπαιξε λάουτο, τραγουδά Μπάλο) όσο και στην ποίηση (δημιούργησε τα δικά του δίστιχα) και στο χορό, έχει γίνει παγκύπρια γνωστός και θαυμάζεται για τον προσωπικό μα και παραδοσιακό τρόπο  που εκτελεί τους κυπριακούς χορούς. Οι προσωπικές φιγούρες που χρησιμοποίησε στους χορούς του έγιναν πρότυπο που μιμήθηκαν πολλοί μεταγενέστεροι χορευτές σε πολλά μέρη της Κύπρου. Εχει βάλει τη σφραγίδα του σε όλους σχεδόν τους κυπριακούς χορούς: Καρτζιλαμάδες, Συρτό, Ζεϊμπέκικο, Τατσιά, Δρεπάνι, Μαχαίρι. Από το 1950 έχει εκλεγεί σε ειδικό παγκύπριο διαγωνισμό, νικητής επαρχιακών διαγωνισμών κυπριακών χορών καλύτερος χορευτής. Εχει λάβει μέρος σε περισσότερους από 15 διαγωνισμούς κυπριακών χορών και πάντοτε του απονεμήθηκε πρώτο βραβείο. Είναι από τους πρώτους χορευτές που άρχισαν να παρουσιάζουν το Χορό του Δρεπανιού (1936). Εχει όλα τα προσόντα του άριστου χορευτή ώστε να τον αναγνωρίζουν και θαυμάζουν σχεδόν όλοι οι μετέπειτα αναγνωρισμένοι χορευτές χορογράφοι και υπεύθυνοι συγκροτημάτων κυπριακών χορών.

Αυξέντης Κωστή Χατζηαυξέντη, Βατύλη 1918-. Πατέρας του πρωτοχορευτή του ΣΥΚΑΛΥ Αριστοδήμου Αυξεντίου, ονομάστηκε και “Ζεϊπέκκης” για τον εξαιρετικό τρόπο που χόρευε Ζεϊπέκικο.

Χάρης Πάτσαλος, Δρύμου 1918-

Ανδρέας Κλεάνθους, Πάφος; 1920;-. Δίδαξε και χόρεψε στην Πάφο και στο Λονδίνο.

Γιαννακός, Δίκωμο 1910-

Δημήτρης Πηλαβάκης, Λεμεσός 1920;- Καναδάς

Αδάμος Παντελής, Αλάμπρα 1921-

Παναής Μασούρα, Αγιος Αμβρόσιος 1923;

Ανδρέας Τσιαπές, Πηγή 1923;-

Φροσού Χριστοφή, Πραστειό Κελλακίου 1925-

Παύλος Γεωργίου, Πραστειό Κελλακίου 9/09/1925 – Καλό Χωριό Λεμεσού

Χριστόδουλος Κούνναρη, 1928;-

Πέτρος Παντελή, Αλάμπρα 1928;-

Αρτέμης Κκαηλής, Αχερίτου 1930-. Εζησε στο Παραλίμνι. Ποιητάρης.

Δημήτρης Βωνιάτης, Δερύνεια 1931;-

Σολωμός, Νέο Χωριό Κυθρέας 1931;-. Ειδικός σε σόλο χορούς: Ζεϊπέκικο, Αραπιέ. Συνήθιζε να τοποθετεί πάνω στο κεφάλι του δοχείο νερού ή ποτήρια καθώς χόρευε Αραπιέ.

Λευτέρης Στέκκου, Παραλίμνι 1931;-

Λούκας Στέκκου, Παραλίμνι 1932;-

 

Τέταρτη Περίοδος, 1958-1974

 

Η Τέταρτη Περίοδος (1959-1974) ή Περίοδος Γρηγόρη Ασσιώτη, αρχίζει περίπου το 1958 και λήγει με την Τουρκική Εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Βασική φυσιογνωμία της περιόδου αυτής, που είναι από τις πιο γόνιμες, είναι ο Γρηγόρης Κωνσταντίνου Ασσιώτης, ο οποίος έθεσε θεμέλια για οργάνωση χορευτικών συγκροτημάτων, για χορογραφική επεξεργασία των κυπριακών χορών, καθώς και για διδασκαλία των χορών της Κύπρου σε σχολεία, σωματεία, οργανώσεις και σχολές χορού σε παγκύπρια κλίμακα. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν αρκετά σημαντικά χορευτικά συγκροτήματα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το Χορευτικό Συγκρότημα του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας Κύπρου. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι όλοι ή οι πιο πολλοί διακριθέντες χορευτές κυπριακών χορών προήλθαν από τα ιδρυθέντα χορευτικά συγκροτήματα. Σαν χορευτές, την περίοδο αυτή μεταξύ άλλων διακρίθηκαν οι Γρηγόρης Ασσιώτης, Γεώργιος Χαραλάμπους, Νεόφυτος Κωνσταντίνου, Αριστόδημος Αυξεντίου, Ανδρέας Λάτσιης και Λάκης Σαββίδης. Πιο κάτω αναφέρονται μερικοί από τους χορευτές που διακρίθηκαν την περίοδο αυτή.

 

Γρηγόρης Κωνσταντίνου Ασσιώτης, Ασσια 1933-. Η προσφορά του Γρηγόρη Ασσιώτη στον κυπριακό χορό έχει κατά γενική ομολογία τεράστια σημασία, ιδίως κατά την περίοδο 1956-1964. Σ’ αυτή την περίοδο είναι ο πρώτος Κύπριος που δίνει νέα κατεύθυνση στους κυπριακούς χορούς, αφού τους οργανώνει σε αριθμημένα βήματα που διδάσκει σε αρκετούς νέους ώστε να δημιουργηθεί ένας πυρήνας χορευτών στην έννοια χορευτικού συγκροτήματος. Η πρωτότυπη αυτή ενέργεια του Γρηγόρη Ασσιώτη έδωσε το παράδειγμα σε άλλους χορευτές να οργανώσουν παρόμοιες ομάδες, ώστε σε όλες τις πόλεις και σε αρκετά χωριά να αρχίσουν να γεννιούνται χορευτικά συγκροτήματα για τους κυπριακούς χορούς. Μια άλλη σημαντική προσφορά του Γρηγόρη Ασσιώτη είναι η κυκλοφορία στα 1960 του πολυγραφημένου βιβλίου με τίτλο “Κυπριακοί χοροί – Ανδρικοί και γυναικείοι”. Στην εργασία αυτή καταγράφονται με λέξεις και σχεδιαγράμματα βήματα κυπριακών χορών. Ο Γρηγόρης Κωνσταντίνου Ασσιώτης γεννήθηκε στην Ασσια στις 3/11/1933. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντής Τατζιής και η Αρτεμού Γρηγόρη. Το συγκρότημα κυπριακών χορών που δημιούργησε παρουσιάστηκε στα 1958 και έκανε πολύ καλή εντύπωση. Ο ίδιος δίδαξε κυπριακούς χορούς σε έξι χιλιάδες άτομα περίπου. Κατά το Βάσο Κωνσταντίνου (συνέντευξη 9/03/1983), τον Αριστόδημο Αυξεντίου (συνέντευξη 24/06/1983), τον Νεόφυτο Κωνσταντίνου και πολλούς άλλους, ο Γρηγόρης Ασσιώτης είναι η βάση των κυπριακών χορών με την έννοια της νέας κατεύθυνσης που έχει εισαγάγει, πράγμα που τον τιμά γιατί έχει κάνει μια πρωτότυπη και πολύ καλή δουλειά που ασφαλώς είναι αποτέλεσμα του σπάνιου ταλέντου που διαθέτει. Αναμφισβήτητα, με βάση τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας, θεωρείται ένας από τους καλύτερους χορευτές που γέννησε η Κύπρος. 

Αντρούλα ή Αντριανού Λευτέρη (Λευτερκά), Παραλίμνι 1933-.

Βάσος Κωνσταντίνου, Κοιλάνι 1936-. Γυιος αστυνομικού, είχε την ευκαιρία να ζήσει τα παιδικά του χρόνια σε αρκετά χωριά της Λεμεσού και να γνωρίσει από κοντά τον κυπριακό χορό. Γεννήθηκε στο Κοιλάνι αλλά έζησε επίσης στην Πάχνα, Καλό Χωριό Λεμεσού, Βάσα, Πολεμίδια, στη Λεμεσό και αργότερα στη Λευκωσία. Εχει κληρονομήσει αρκετά μουσικοχορευτικά προσόντα από τη μητέρα του, που κατάγεται από τη Φασούλα της Λεμεσού, “το χωρκό των παπάδων τζιαί των καλοφωνάρηδων”. Εχει εργαστεί σαν υπεύθυνος χορών στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου (1958-1962) και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (1962-1975) και έχει αποδείξει το εξαίρετο ταλέντο του στη διδασκαλία και τη χορογραφία. Το 1967 διορίστηκε υπεύθυνος του Συγκροτήματος Χορών του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας Κύπρου. Κατόρθωσε να βγάλει χορευτές που είχαν κυρίαρχη θέση στον κυπριακό χορό στην περίοδο που ακολούθησε το 1965. Το κέντρο προσφοράς του Βάσου Κωνσταντίνου έγκειται στο γεγονός ότι είναι από τους πρώτους που παρουσίασαν χορογραφίες, που χορεύτηκαν τόσο από το Χορευτικό Συγκρότημα ΕΣΝΚ όσο και από μεταγενέστερα συγκροτήματα. Φαίνεται να είναι ο πρώτος που έκαμε χορογραφία για τα τραγούδια η “Πεγειώτισσα” και η “Μάντρα”. Είναι ακόμη ένας από τους πρωτεργάτες που συνέτειναν ώστε ο κυπριακός χορός να γίνει, από ατομικός και κατά ζεύγη χορός, χορός συγκροτήματος, χορός ομαδικός. Ο Βάσος Κωνσταντίνου είναι από τους πρώτους καθηγητές σωματικής αγωγής που δημιούργησαν συγκροτήματα στα σχολεία που υπηρέτησαν. Εκτός από την προσφορά του στην κίνηση, αξιόλογη είναι η προσφορά του στο τραγούδι που σχετίζεται με τον κυπριακό χορό. Εχει συνεργαστεί με τον Γεώργιο Αβέρωφ και έχει παρουσιάσει κυπριακά τραγούδια σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως στην κυπριακή τηλεόραση και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Συμεών Μέρτακας, Παραλίμνι 1936-

Αναστάσης Ρουσιάς, Παραλίμνι 1937-

Ανδρέας Λανίτης, Λεμεσός; 1940;-

Μάριος Σωφρονίου, Λεμεσός; 1940;-

Θεορής Καλλή, Φρέναρος 1940;-

Γεώργιος Χαραλάμπους, 23/04/1941-. Γεννήθηκε στο Αναβαργός και άρχισε από 13 χρονών να χορεύει στους γάμους. Με την ίδρυση του “Ευαγόρα” το 1960 εντάχτηκε στο χορευτικό του συγκρότημα με χοροδιδάσκαλο τον Ανδρέα Κλεάνθους και είχε σαν συγχορευτή τον πατέρα του. Στη συνέχεια εντάχτηκε στο Χορευτικό Συγκρότημα του Λαογραφικού Ομίλου Πάφου, εμπνευστής του οποίου ήταν ο δάσκαλος Γιάννης Αντωνιάδης. Εχει παρουσιαστεί σαν χορευτής στην Κύπρο και σε αρκετές χώρες του εξωτερικού, τόσο σαν μέλος χορευτικών συγκροτημάτων όσο και σε ανεξάρτητη ομάδα. Χόρεψε επίσης με το συγκρότημα της ΣΕΚ και του Φυσιολατρικού/Πνευματικού Ομίλου Πάφου. Σύμφωνα με τον Νεόφυτο Κωνσταντίνου και τον Ανδρέα Θεοδώρου, θεωρείται από τους καλύτερους χορευτές της Πάφου. Πάντως μέχρι το 1988 πιθανό να είναι αυτός που έχει τη μεγαλύτερη συνεχή υπηρεσία στον κυπριακό χορό.

Νεόφυτος Κωνσταντίνου, Λετύμπου 29/09/1941-. Αρχισε να χορεύει από πολύ μικρός. Στην τρίτη τάξη του δημοτικού χόρεψε δημόσια με συνοδεία βιολιού στο καφενείο του χωριού του Λετύμπου. Στη συνέχεια χόρευε στους γάμους του χωριού και στα γύρω χωριά. Δάσκαλοί του ήταν οι μεγαλύτεροι χορευτές από τους οποίους μάθαινε με τη μέθοδο της παρατήρησης. Σε δημόσια παράσταση χόρεψε το 1960. Την περίοδο 1961-69 εντάχτηκε στο Χορευτικό Συγκρότημα “Ευαγόρα” Πάφου με υπεύθυνο τον Ανδρέα Κλεάνθους, τον οποίο διαδέχτηκε σχεδόν αμέσως στην αρχηγία του συγκροτήματος. Το 1969 έχει ιδρυθεί ο Λαογραφικός Ομιλος Πάφου, του οποίου ηγείται στο θέμα χορών σαν χοροδιδάσκαλος. Παρουσιάστηκε με το συγκρότημα αυτό σε πολλές παραστάσεις. Διδάσκει τόσο αντρικούς όσο και γυναικείους χορούς. Είναι επίσης βιολάρης και παίζει σε γάμους από το 1959. Με τη μέθοδο αυτή έχει δει και μελετήσει εκατοντάδες χορευτές και χορεύτριες από τους οποίους έχει μάθει αρκετά. Κατά τη δράση του θεωρήθηκε από αρκετούς χορευτές σαν ο καλύτερος χορευτής της Πάφου, αλλά και παγκύπρια – βραβεύτηκε στους διαγωνισμούς χορού της Γιορτής του Κατακλυσμού στη Λάρνακα καθώς και στη Λεμεσό. Η αναγνώρισή του και η φήμη του είναι παγκύπρια.

Ανδρέας Θεοδώρου, Κτήμα 25.07/1943-. Δάσκαλος στο επάγγελμα, έχει προσφέρει αρκετά στον κυπριακό χορό, λόγω των ηγετικών ρόλων που έχει αναλάβει σε χορευτικά συγκροτήματα της Πάφου. Γεννήθηκε στην Πάφο, παρόλο που οι γονείς του κατάγονται από τη Γαλαταριά και τη Χουλού. Ξεκίνησε να χορεύει σαν φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου με το Συγκρότημα Γρηγόρη Ασσιώτη. Διορισμένος στην Πάφο, εργάστηκε με παιδικά συγκροτήματα (Τάλα, Πάφος, Εμπα) με συγκροτήματα κέντρων νεότητας, της ΣΕΚ και του Φυσιολατρικού/Πνευματικού Ομίλου Πάφου. Βοήθησε τα συγκροτήματα αυτά ως διοικητικός λειτουργός και οργανωτής, δάσκαλος και χορογράφος.

Αριστόδημος Αυξεντίου, Βατυλή 2/03/1944-. Πριν πάει στο δημοτικό σχολείο έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το χορό, μιας και είχε πατέρα ένα καλό χορευτή, τον Αυξέντη Κωστή Χατζηαυξέντη. Αρχισε συστηματικά μαθήματα με τον Γρηγόρη Ασσιώτη και στη συνέχεια εξελίχθηκε σαν χορευτής, χορογράφος και δάσκαλος με δική του έρευνα και προσπάθεια. Το 1960 άρχισε να διδάσκει στο ΣΥΚΑΛΥ, που παρουσιάστηκε δημόσια το 1961. Από τότε υπηρετεί στο ΣΥΚΑΛΥ σαν χορογράφος και χοροδιδάσκαλος. Εχει χορογραφήσει δράματα με κυπριακά θέματα, όπου έχει εισαγάγει χορούς που δεν υπάρχουν στο συνηθισμένο ρεπερτόριο, χωρίς κατ’ ανάγκη να ξεφεύγει από την παράδοση σε θέματα κίνησης, μουσικής, και στολών. Οι συνθέσεις του σχεδόν κατά κανόνα περιλαμβάνουν κίνηση που είναι σε πολύ ψηλό βαθμό βασισμένη στον τρόπο εκτέλεσης κυπριακών χορών από αναγνωρισμένους λαϊκούς χορευτές. Μερικά από τα χοροδράματά του είναι “Ειδύλλιο και γάμμος” (1961), “Στα μαρμαρένια αλώνια” (1966) και “Βαθκειές ρίζες” (1984) με θέμα τη φιλία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Ανδρέας Λάτσιης, Αραδίππου 1944-. Η Αραδίππου είναι το κέντρο που γεννήθηκε και έδρασε ένας από τους πιο καλούς χορευτές της εποχής, αν όχι ο καλύτερος χορευτής της Κύπρου, ο Ανδρέας Λάτσιης. Με το πολύπλευρο ταλέντο του – χορός, μουσική, ποίηση – κατόρθωσε, αυτοδίδακτος, να μιμηθεί μια σειρά παλιών χορευτών από την Αραδίππου και να γίνει υπόδειγμα λαϊκού χορευτή. Υπόδειγμα χορευτών για τον Ανδρέα Λάτσιη ήταν οι Γιωρκής Ξιούρουππας, Κοντός, Κωστής Πίστης, Μασιαιράς, Ηλίας Κουτούλλας, Ανδρέας Ξιούρουππας, και ο Βασίλης Τράττος. Από ηλικία 8 χρόνων άρχισε να παρατηρεί τους χορευτές του χωριού του, από όπου έμαθε αρκετά. Σε ηλικία 15 χρονών, όταν το μεράκι του για τον κυπριακό χορό βρισκόταν στο αποκορύφωμα, άρχισε να κάνει δημόσιες εμφανίσεις στο χορό. Σε ηλικία 17 χρόνων χόρεψε με το Παγκύπριο Συγκρότημα ΕΔΟΝ στη Λευκωσία (1961-1962), όπου χόρεψαν επίσης οι Αριστόδημος Αυξεντίου, Χαράλαμπος Ππίριλλος, Κωστάκης Παστελλάς και Σταύρος Σιαηλής. Σαν ταλαντούχος χορευτής έχει χρησιμοποιήσει δικές του φιγούρες σχεδόν για όλους τους χορούς. Πιο πολύ έχει χρησιμοποιήσει δικές του φιγούρες στο Συρτό. Από το 1961 λαμβάνει μέρος στους διαγωνισμούς χορών που γίνονται στη Λάρνακα κατά τη Γιορτή του Κατακλυσμού και έχει βραβευθεί επανειλημμένα. Οι χοροί που του χάρισαν τα περισσότερα βραβεία ήταν οι Καρτζιλαμάδες, ο Ζεϊπέκικος, και ο Συρτός με συγχορευτή το Σαββάκη Λάμπρου. Χόρεψε επίσης στην κινηματογραφική θεατρική παραγωγή “Αγάπες τζιαι καμοί” (1963-64). Πιστεύει ότι η μουσική πρέπει να είναι αργή και οι κυπριακοί χοροί να διδάσκονται στους Κυπρίους από ειδικό καθηγητή στη μέση εκπαίδευση. Ο ίδιος δίδαξε χορό στην Αραδίππου. Κατά το Λάκη Σαββίδη (συνέντευξη 14/02/1983) ο Λάτσιης είναι μεγάλος χορευτής και ίσως ο καλύτερος που έδρασε στην Κύπρο. Ο Ανδρέας Χαραλάμπους (συνέντευξη 14/06/1983) τον θεωρεί σαν τον καλύτερο χορευτή  της Κύπρου. Παρόμοια γνώμη έχει και ο Νεόφυτος Κωνσταντίνου.

Σταύρος Σιαηλής, Αθηαίου 1944;-

Χριστάκης Καζαγκάς, Αφάνεια 1945;-. Είχε δημιουργήσει δική του χορευτική ομάδα και χορογραφίες και είχε ηγηθεί αποστολής κυπρίων χορευτών στη Λευκάδα το 1966.

Γεώργιος Κουλουμπρής, 1946;-. Πρώτος αύξησε τον αριθμό ποτηριών στο κεφάλι (16) στο χορό Αραπιέ – Χορός των Καντήλων.

Ιωάννης Κωνσταντίνου, Λετύμπου 1946;- 

Παναγιώτης Γιαβρής, Μαραθόβουνος 1946;-1970;-

Μίκης Σιακαλλής, Λάπηθος 1946-. Με συνεργάτη τη Μάρω Σιακαλλή είναι μια μορφή με πολλάπλη προσφορά στον κυπριακό χορό. Σαν ιδρυτής και αρχηγός του Χορευτικού Συγκροτήματος “Οι αδούλωτοι” έχει γίνει η αιτία περαιτέρω διάδοσης του κυπριακού χορού τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Γεννήθηκε στη Λάπηθο το 1946. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λαπήθου σπούδασε σωματική αγωγή στην Ελλάδα. Γύρισε πίσω και πρωτοδιορίστηκε καθηγητής γυμναστικής στο Γυμνάσιο Λαπήθου, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1947. Στα 1975 ίδρυσε στη Λευκωσία το Χορευτικό Συγκρότημα “Οι αδούλωτοι Μ. Σιακαλλή” από παλιούς του χορευτές και μαθητές από το Γυμνάσιο Λαπήθου, που κατάγονταν από την Επαρχία Κερύνειας. Σε στενή συνεργασία με το συγκρότημά του ο Μ. Σιακαλλής έχει δημιουργήσει τις δικές του χορογραφίες, που είναι χαρακτηριστικές. Οι χορογραφίες αυτές μελετούνται και προσαρμόζονται ανάλογα. Σκοπός του είναι να κάνει χορογραφίες που να τον ικανοποιούν και να είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στην παράδοση. Πιστεύει ότι ο κυπριακός χορός δεν έχει βοηθήσει όσο έπρεπε. Σοβαρή και επίσημη προσπάθεια για τη διάσωση χορευτικών φιγούρων από λαϊκούς χορευτές δεν υπάρχει. Και αυτό ίσως κάποτε θα καταντήσει τραγικά αδύνατο, αφού οι λαϊκοί χορευτές δεν θα βρίσκονται πια στη ζωή και θα είναι αργά για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο.

Χρύσω Παστελλά-Αυξεντίου, Λύση; 3/06/1946 – Λευκωσία 23/07/1984. Πρωτοχορεύτρια ΣΥΚΑΛΥ.

Γεώργιος Ανδρέου, 1946;-.

Σάββας Παπανεοκλέους, Σίμου 30/12/1946-.

Μαργαρίτα Γεωργίου, Λύση 1946;-

Γεωργία Δαμιανού, Αλωνα 1947-.

Ανδρέας Παπανδρέου, Παλιομέτοχο 1947-.

Πανίκος Γρηγορίου, Παραλίμνι 1947-.

Παύλος Παπαδόπουλος, Γέναγρα 1947;-.

Κυριάκος Μιχαήλ, Φιλιά 1946;-.

Χρίστος Ζέρβας, Μιτσερό 29/09/1948-.

Ανδρέας Αγγονας, Αμμόχωστος; 1950-.

Βάσος Λουκά, Τάλα 1950;-.

Ανδρέας Αναστασίου, Λατσιά 1950;-. Συγκρότημα Σικαλλή, “Παγκύπριος” Νέας Υόρκης.

Λάκης Σαββίδης, Τύμπου 1950-. Γεννήθηκε στην Τύμπου τις 13/03/1950 αλλά έζησε στη Λευκωσία. Γονείς του είναι ο Φίλιππος Σαββίδης από τη Λευκωσία και η Ελένη Φιλίππου από την Τύμπου. Ξεχώρισε σαν ένας από τους καλύτερους χορευτές ενώ ήταν ακόμα μαθητής δεύτερης τάξης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, με υπεύθυνο καθηγητή για τους χορούς το Βάσο Κωνσταντίνου. Με την επιτυχία του στο μαθητικό χορευτικό συγκρότημα άρχισε να παρατηρεί, να μελετά και να μιμείται άλλους γνωστούς ήδη χορευτές που θαύμαζε, όπως ο Ανδρέας Λάτσιης, ο Χριστάκης Καζαγκάς και ο Σιαηλής. Υστερα από την επεξεργασία των παρατηρήσεών του διαμόρφωσε τις δικές του φιγούρες και το δικό του τρόπο έκφρασης, που γοήτεψαν άλλους χορευτές που προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Ενώ ακόμη ήταν μαθητής γυμνασίου χόρεψε σε πολλές παραστάσεις, όπως στα θέατρα ΕΘΟΣ και ΟΘΑΚ που υπήρχαν τότε. Στην περίοδο 1964-66 χόρεψε στο συγκρότημα του Χριστάκη Καζαγκά, που επελέγη από το Υπουργείο Παιδείας για να παρουσιάσει κυπριακούς χορούς στη Λευκάδα και στο Πρίντιζι στα 1966. Αργότερα έγινε μέλος του Χορευτικού Συγκροτήματος του Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας και έλαβε μέρος σε πολλές εκδηλώσεις, αφού βοήθησε στη συλλογή και επινόηση φιγούρων που χρησιμοποιήθηκαν για τις χορογραφίες των ανδρικών χορών του συγκροτήματος. Στα 1969 μαζί με τον Ανδρέα Πετρίδη ίδρυσαν το δικό τους συγκρότημα που ονόμασαν “Σούστα”. Σαν βασικό στέλεχος του συγκροτήματος αυτού έχει χορέψει σχεδόν σε όλα τα μέρη της Κύπρου σε προγράμματα από την τηλεόραση και σε πολλές χώρες του εξωτερικού όπως Η.Π.Α., Ελλάδα, Γερμανία, Αυστραλία, Καναδά και Ιταλία. Εχει χορέψει επαγγελματικά σε αρκετά κέντρα και ξενοδοχεία της Κύπρου (Αμμόχωστο και Λευκωσία). Βραβεύτηκε σε αρκετούς διαγωνισμούς στη Λεμεσό, Λάρνακα, Κερύνεια και στο Φεστιβάλ Καρλσπεργκ. Στα 1969 στη Γιορτή του Κατακλυσμού στη Λάρνακα απέσπασε το πρώτο βραβείο από τον Ανδρέα Λάτσιη, που ήταν πάντα ο καθιερωμένος πρώτος χορευτής της γιορτής. Την ίδια χρονιά διαγωνίστηκε στους επτά διαγωνισμούς χορών στη Γιορτή του Κατακλυσμού στην Κερύνεια και πήρε τα πρώτα βραβεία. Γενικά ο Λάκης Σαββίδης έχει προσφέρει πολλά στον κυπριακό χορό για τους ακόλουθους λόγους: α.) Είναι από τους καλύτερους χορευτές της εποχής του. β) Εχει επινοήσει φιγούρες, που χρησιμοποιούν πολλοί χορευτές της Κύπρου. γ) Είναι πιθανό ο πρώτος επαγγελματίας χορευτής κυπριακών χορών. δ) Είναι αυτός που πρώτος εφάρμοσε την ιδέα παρουσίασης κυπριακών χορών στα κέντρα και τα ξενοδοχεία. ε) Είναι ο πρώτος που χόρεψε στην κυπριακή τηλεόραση το Σάνταλα Μάνταλα. ζ) Είναι από τους χορευτές που μέχρι το 1983 έχουν σημειώσει ψηλό βαθμό συμμετοχής σε παραστάσεις κυπριακών χορών.

Ανδρέας Πετρίδης, 1950-. Συνιδρυτής του χορευτικού συγκροτήματος “Η σούστα”.

 

Πέμπτη Περίοδος, 1975-1999

 

Η Πέμπτη Περίοδος, που είναι η Σύγχρονη Περίοδος σε σχέση με το χρόνο συγγραφής της εργασίας αυτής, αρχίζει με τον εκτοπισμό των Ελληνοκυπρίων από την επαρχία Κερύνειας μέχρι τη λήξη του Εικοστού Αιώνα. Η Σύγχρονη Περίοδος χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των εξελίξεων της Περιόδου Γρηγόρη Ασσιώτη, την επιλογή και σταθεροποίηση γνωστών φιγούρων, την παρουσίαση κυπριακών χορών ανά την υφήλιο, τη διδασκαλία κυπριακών χορών εκτός Κύπρου στην Ελλάδα, Η.Π.Α., Αγγλία, Αυστραλία, και τη μελέτη του κυπριακού χορού. Το 1999 έχει επιλεγεί, αυθαίρετα, σαν η λήξη της περιόδου αυτής γιατί ανατέλλει ο Εικοστός Πρώτος Αιώνας. Δεν αποκλείεται βέβαια η περίοδος αυτή να λήξει νωρίτερα ή να παραταθεί αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που δικαιολογούν μια τέτοια ενέργεια. Πιο κάτω γίνεται αναφορά σε μερικούς από τους χορευτές της Σύγχρονης Περιόδου οι οποίοι έχουν ήδη προσφέρει.

 

Χριστάκης Χατζηχριστοφόρου, 1950-.

Γιάννης Ιωάννου, 1952-. Ζει στη Νέα Υόρκη.

Χαράλαμπος Πίστης, Αραδίππου 1953-.

Σπύρος Μερκούρης, Τσέρι 1954-.

Παρασκευάς Παρασκευά Φαούτα, Παλιομέτοχο 1955-.

Νίκος Ηρακλέους, Λακατάμια 14/05/1956-. Σολίστας χορευτής. Βραβεύτηκε επανειλημμένα σε διαγωνισμούς χορών.

Γεώργιος Πίππα, Παλιομέτοχο 1955-. Ζει στην Αγγλία.

Φρόσω Αποστολίδου, Τύμπου 6/04/1955-.

Ελενα Ιωάννου, Αμμόχωστος 1956-. Ζει στη Νέα Υόρκη.

Ιωάννα Φατσίτα, Πεδουλάς; 1957;

Λέανδρος Μάρκου, 1958;-.

Κύπρος Κυπριανού, Αγρός; 1960-.

Νίκος Μιχαηλίδης, Αγιος Φώτιος 1962-. Φυσιολατρικού Ομίλου Πάφου.

Αιμίλιος Κόνιζος, Κατωκοπιά 1961-.

Γιαννάκης Σπύρου, Μεσόγη 1961;-.

Κωστάκης Γρουτίδης, 1961;-.

Ρούλα Κωνσταντίνου, Σαλαμιού 1961;-.

Κωστάκης Χαραλάμπους, 1965-. Πήρε πρώτο βραβείο στο Δρεπάνι στο διαγωνισμό του Κατακλυσμού Λάρνακας (1982). 

 

Καταλήγοντας την περιγραφή για τους ανθρώπους που ενσάρκωσαν τον κυπριακό χορό επανατονίζεται ότι λόγω αδυναμιών στο μέρος αυτό της έρευνας, η καταγραφή αυτή δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να θεωρηθεί πλήρης αλλά ένα πρώτο βήμα καταγραφής χορευτών κυπριακών χορών. Τονίζοντας τη σημαντική προσφορά των χορευτών που αναφέρονται στην εργασία αυτή, επισημαίνεται η προσφορά των περισσοτέρων χορευτών της Κύπρου που, για διάφορους λόγους, δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό. Το θέμα μπορεί να συμπληρωθεί με μελλοντική έρευνα. Τονίζεται επίσης ότι ο καθορισμός των πέντε περιόδων χορευτών κυπριακών χορών βασίζεται σε υποκειμενική κρίση. Οπωσδήποτε, υπάρχει ευκαιρία ανακατάταξης σε περίπτωση αναφοράς σε νέα δεδομένα που θα προέλθουν από επιπρόσθετη έρευνα.



Παπανδρέου, Α.: Εισαγωγή στον κυπριακό χορό. Φωτοτυπημένη εργασία. Λευκωσία, 1988, 454 σελ.

Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των Κυπρίων μουσικών τής τότε εποχής είναι και το ακόλουθο περιστατικό, που μου διηγήθηκε ο μ. ο πατέρας μου Αλέξης το 1925, όταν με δίδασκε τα κυπριακά στο βιολί. «Πριν κάμποσα χρόνια», μου είπε, «όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα γραμμόφωνα, ήλθε μια εταιρεία δίσκων στη Λευκωσία. Εκάλεσαν εμένα και δύο άλλους μουσικούς με τα όργανά μας και μας ζήτησαν να τους παίξουμε ένα κυπριακό σκοπό. Μαζί τους είχαν ένα μηχάνημα, που το έβαλαν πάνω σ’ ένα τραπέζι. Μόλις παίξαμε λιγάκι, μας σταμάτησαν και μας είπαν: «Καλά, καλά, τώρα ν’ ακούσουμε όλοι τι εβγήκε». Εκίνησε ένας ένα μοχλό και αμέσως άρχισε να ακούεται εκείνο που παίξαμε, τόσο καθαρά και ωραία, ακριβώς όπως το παίξαμε. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση, μας έδωσε μεγάλο ενθουσιασμό από τη μια, αλλά και μεγάλο φόβο από την άλλη. Οι άνθρωποι εκείνοι μας είπαν να τους παίξουμε διάφορα κομμάτια, και να μας πληρώσουν. Εμείς όμως, από ό,τι είδαμε και ακούσαμε, τους είπαμε να το σκεφτούμε και να τους απαντήσουμε. 

 

Φύγαμε απ’ εκεί, πήγαμε στο καφενείο του Μαυροφιλίππου, όπου έπαιζε το «Γιαννούδι», και μετά από συνεννόηση με όσους μουσικούς μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε, κάναμε ένα προφορικό πρωτόκολλο τιμής και ορκιστήκαμε, κανένας να μη παρουσιαστεί να παίξει και όποιος παραβεί τον όρκο αυτό να είναι δακτυλοδεικτούμενος και υποκείμενος στη γενική περιφρόνηση των συναδέλφων του. Σκεφτήκαμε, τι θα απογίνουμε όλοι εμείς οι μουσικοί και οι οικογένειές μας. Αν με μια φορά που θα παίζαμε να τα έπαιρναν όλα αυτοί να βγάλουν δίσκους, να τους πουλούν και να τους παίζουν στους γάμους, στους χορούς, στις γιορτές και τα πανηγύρια και να μη μας έχουν πια εμάς ανάγκη. Με άλλα λόγια, να μας αχρηστεύσουν το επάγγελμά μας».

 

Δομή και σύνθεση της κυπριακής μουσικής

Αν εξετάσουμε γενικά την κυπριακή λαϊκή μουσική, θα δούμε ότι το ύφος και ο χαρακτήρας της στηρίζονται πάνω στην αρχαία και τη βυζαντινή παράδοση. Οι κλίμακες δηλαδή, πάνω στις οποίες βασίζονται τα γνήσια κυπριακά τεμάχια, οι σκοποί όπως τις αποκαλούν οι λαϊκοί μουσικοί, είναι οι αρχαίες κλίμακες, αυτές που ονομάζουμε στη μουσική τρόπους Modes, όπως είναι ο Δώριος, ο Υποδώριος, ο Φρύγιος, ο Λύδιος, ο Μιξολύδιος ή ο Αιολικός. Επίσης οι βυζαντινές κλίμακες των διαφόρων ήχων κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής μουσικής, όπως συμβαίνει με τις χρωματικές κλίμακες του πλαγίου Β’ καθώς και με τις μικτές κλίμακες με ένα τετράχορδο από μια κλίμακα και ένα από άλλη. Πολλά όμως μέρη του κυπριακού μουσικού ρεπερτορίου βασίζονται πάνω στις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, όπως απαντώνται στην ευρωπαϊκή μουσική. 

Οι ρυθμοί έχουν ανατολική επίδραση και οι χρόνοι, καθώς και οι υποδιαιρέσεις των μέτρων, διαφέρουν από πολλούς αντίστοιχους της ευρωπαϊκής μουσικής. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μέτρο των 9/8. Το μέτρο τούτο, στην ευρωπαϊκή μουσική υποδιαιρείται σε τρία ισόχρονα μέρη από τρία όγδοα το καθένα, με ένα ισχυρό και δύο ασθενή. Παράδειγμα: 9/8=3/8+3/8+3/8 (Τάτετι-Τάτετι-Τάτετι)

Στην κυπριακή μουσική το μέτρο των εννέα ογδόων υποδιαιρείται σε τέσσερα μέρη ή κτυπήματα, από τα οποία το ένα περιλαμβάνει τρία όγδοα και κατ’ αναλογία είναι διαρκέστερο από τα άλλα τρία μέρη, που το καθένα τους περιλαμβάνει δύο όγδοα. Επειδή δε οι πρακτικοί βιολάρηδες στο χρόνο των 9/8 κτυπούν με το πόδι τους τέσσερα κτυπήματα και δίνουν στο ένα από αυτά μεγαλύτερη διάρκεια κατά ήμισυ χρόνο, ένα όγδοο δηλαδή περισσότερο, γι’ αυτό και ονομάζουν το χρόνο των εννέα ογδόων «ο χρόνος του τεσσεράμισυ». Γι’ αυτό υπάρχει η γνώμη ότι το μέτρο των 9/8 είναι ενιαίο, υποδιαιρούμενο σε τέσσερα μέρη από τα οποία το ένα περιέχει τρία όγδοα, τα δε άλλα τρία μέρη από δύο όγδοα το καθένα, το δε μέρος των τριών ογδόων συμπίπτει ανάλογα με την περίπτωση, άλλοτε σαν πρώτο, όπως σε ορισμένα Ζεϊμπέκκικα, και στον Τέταρτο Ανδρικό Αντικρυστό, άλλοτε σαν τέταρτο, όπως σε άλλα Ζεϊμπέκκικα και στον Τέταρτο Γυναικείο Αντυκρυστό, και άλλοτε σαν δεύτερο, όπως στον Πρώτο Γυναικείο και τον Πρώτο Ανδρικό Αντικρυστό χορό π.χ. 9/8

Μορφή Α   9/8=3/8+3/8+3/8 (Τάτετι-Τάτε-Τάτε-Τάτε)

Μορφή Β   9/8=2/8+2/8+2/8+3/8  (Τάτε-Τάτε-Τάτε-Τάτετι)

Μορφή Γ  9/8=2/8+3/8+2/8+2/8  (Τάτε-Τάτετι-Τάτε-Τάτε)

 

Μια άλλη όμως γνώμη είναι ότι το μέτρο των 9/8 είναι μέτρο μικτό, αποτελούμενο άλλοτε από 3/8 + 3/4, όπως σε ορισμένα Ζεϊμπέκκικα και στον Τέταρτο Ανδρικό αντικρυστό χορό, άλλοτε από 3/4 και 3/8, όπως σε άλλα Ζεϊμπέκκικα και στον Τέταρτο Γυναικείο αντικρυστό χορό, και άλλοτε αποτελείται από 5/8 και 4/8, όπως στον Πρώτο Γυναικείο και τον Πρώτο Ανδρικό αντικρυστό χορό, μαζί με το διακριτικό χώρισμα του μέτρου στα μέρη του, ή ακόμη και χωρίς αυτό.

Μορφή Α  9/8= (3/8+3/4)=3/8+2/8+2/8+2/8  (Τάτετι-Τάτε-Τάτε-Τάτε)

Μορφή Β  9/8= (3/4+3/8)=2/8+2/8+2/8+3/8  (Τάτε-Τάτε-Τάτε-Τάτετι)

Μορφή Γ  9/8=(5/8+4/8)=2/8+3/8+2/8+2/8  (Τάτε-Τάτετι-Τάτε-Τάτε)

 

Αυτές τις ρυθμικές μορφές δίνει ο ρυθμός των 9/8 στους διάφορους κυπριακούς χορούς. Κατά τη γνώμη μου η πιο πειστική εκδοχή είναι η αποδοχή του μικτού μέτρου, το οποίο, χωρίς να χάνει τη μορφή του, ευκολύνει περισσότερο την εκτέλεση. 

Σ’ ό,τι αφορά την ταχύτητα ή τη ρυθμική αγωγή του μέτρου των χορών αυτών, μετριέται με βάση το όγδοο και σύμφωνα με το μετρονόμο Μαίλζελ. Και στους ανδρικούς μεν χορούς, με ταχύτερο ρυθμό, όπως λ.χ. Μ.Μ.=216’-240’, στους γυναικείους δε με βραδύτερο, ως Μ.Μ.=144’-168’. Το μέτρο των 7/8, ασυνήθιστο στην ευρωπαϊκή μουσική, είναι πολύ συνηθισμένο στην κυπριακή μουσική. Το μέτρο τούτο είναι ο χρόνος των πανελληνίων «σκοπών» γνωστών ως καλαματιανών. Οι Κύπριοι λαϊκοί μουσικοί ονομάζουν το μέτρο τούτο «τριάμισυ», διότι χωρίζεται σε τρία μέρη, από τα  οποία το ένα περιέχει τρία όγδοα και άλλα δύο, από δύο όγδοα το καθένα.   

Μέτρο 7/8= (3/8+2/8+2/8)  (Τάτετι-Τάτε-Τάτε)

Το μέτρο των επτά ογδόων παρουσιάζεται με την πιο πάνω μορφή στο Μπάλο της κυπριακής σουϊτας των αντικρυστών χορών, τόσο της γυναικείας όσο και της ανδρικής, και στη Μάντρα, όπως και στο Δεύτερο Γυναικείο και Δεύτερο Ανδρικό Αντικρυστό. Και μολονότι είναι ο ρυθμός και το μέτρο του πανελλήνιου Καλαματιανού, εντούτοις, τόσο στον τονισμό όσο και στη ρυθμική αγωγή, παρουσιάζει αρκετές διαφορές, χωρίς να αναφερθούμε στους βηματισμούς του χορού, που είναι εντελώς διάφοροι. 

Σπάνιο, επίσης, μέτρο είναι εκείνο των 5/8 ή μέτρο των «δκυόμισυ». Χωρίζεται σε δυό μέρη, κινήσεις ή κτυπήματα, που το μεν ένα περιλαμβάνει δύο όγδοα και το άλλο τρία. 5/8=2/8+3/8+3/8+2/8  (Τάτε-Τάτετι ή Τάτετι-Τάτε). Το μέτρο τούτο απαντάται στο δεύτερο μέρος του χορού του μαχαιριού ή δρεπανιού, καθώς και στο Πιπέριν και σε άλλα κυπριακά τραγούδια. Επίσης το μέτρο των 8/8, με υποδιαίρεση 3/8+2/8+3/8:  8/8=3/8+2/8+3/8  (Τάτετι-Τάτε-Τάτετι) που συναντάται στο δευτερο μέρος του τραγουδιού «ο βοσκός». 

 

Αλλοι ρυθμοί και μέτρα που συναντώνται στους κυπριακούς χορούς είναι τα συνηθισμένα, όπως και στην ευρωπαϊκή μουσική, δηλαδή τα 2/4, 3/4, 4/4 και 6/8.

 

Διατήρηση και διάδοση

Το λαϊκό μουσικό ρεπερτόριο διατηρότανε με παραδοσιακό τρόπο και μεταδιδόταν πρακτικά από το δάσκαλο στο μαθητή πάνω στο βιολί με το αυτί (δια της ακοής). Την παλιά εποχή, όταν ένας νέος ήθελε να γίνει επαγγελματίας «βιολάρης», πήγαινε στο «μάστρο». Ο μάστρος, μετά από μια δοκιμή που του έκανε, σε ό,τι αφορά τη φωνή του αλλά προ παντός το μουσικό του αυτί, ή τον απεθάρρυνε ή τον έπαιρνε για μαθητή και άρχιζαν τα μαθήματα. Το μάθημα ήταν καθημερινό. Κάποτε ήταν και δυο φορές την ημέρα, πρωϊ και απόγευμα. Η παράδοση γινότανε με υποδείξεις από το δάσκαλο πάνω στο βιολί και απομίμηση τούτων από το μαθητή. Τα μουσικά κομμάτια παίζονταν φράση προς φράση από το δάσκαλο και επαναλαμβάνονταν από το μαθητή μέχρι τέλειας εκμάθησης. Μετά την παράδοση, ο μαθητής πήγαινε σπίτι να εξασκηθεί καλά πάνω σε ό,τι του είχε παραδοθή και την επομένη μέρα επέστρεφε στο μάστρο για να συνεχίσει το μάθημα. 

Με αυτό τον τρόπο, μέσα σε ένα χρόνο ένας καλός μαθητής έπρεπε να κατέχει την αναγκαία τεχνική του βιολιού και ένα αρκετά μεγάλο μέρος του κυπριακού μουσικού ρεπερτορίου. Αν στο στάδιο αυτό ο μάστρος έκρινε ότι ο μαθητής του ξεχωρίζει αρκετά για να μπορεί να «κάμνει γάμον», τον έστελλε να εργασθεί για λογαριασμό του, δίνοντας και σ’ αυτόν ένα μέρος των κερδών. Στο μεταξύ όμως ο μαθητής συνέχιζε τα μαθήματα με τον ίδιο τρόπο, πότε εργαζόμενος για εξάσκηση και πότε διδασκόμενος, συμπληρώνοντας τις ελλείψεις του που παρατηρούσε κατά τη διάρκεια της εργασίας στα διάφορα χωριά και για τις οποίες έπαιρνε σημείωση για ό,τι τυχόν του ζητούσαν και δεν το κατείχε. 

Ενας καλός βιολάρης τότε, άξιος του ονόματός του και αντάξιος του «δασκάλου» του, έπρεπε να κατέχει ολόκληρο το κυπριακό λαϊκό μουσικό ρεπερτόριο, και θεωρούσε προσβολή να βρεθεί χωρικός ή οποιοσδήποτε θαμώνας να του ζητήσει να παίξει κάτι, ένα «σκοπό», και να μη γνωρίζει την εκτέλεσή του. 

Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο όλοι οι παλαιοί «μαστόροι» έμαθαν το βιολί και τα «κυπριακά» και με τον ίδιο τρόπο μάθαμε και μείς οι νεώτεροι από τους πατέρες μας τους κυπριακούς χορούς. Αλλο ζήτημα αν αργότερα μερικοί από μας κάναμε ανώτερες θεωρητικές και τεχνικές σπουδές, επισημοποιώντας τις γνώσεις και ικανότητές μας με πτυχία και διπλώματα. 

Η γραφή της μουσικής σε ό,τι αφορά τους κυπριακούς λαϊκούς χορούς, κατά την εποχή εκείνη ήταν πολύ δευτερεύον ζήτημα. Καμμιά ανάγκη δεν υπήρχε γι’αυτό. Εξάλλου, για να τονισθούν σωστά δύσκολα μουσικά κομμάτια, πρακτικώς εκτελούμενα, ήταν ανάγκη ο επιχειρών να έχει δύο αναμφισβήτητες ικανότητες: πρώτα, εκτελεστική ικανότητα του «κομματιού» πάνω στο βιολί, και δεύτερον υψηλή θεωρητική κατάρτιση για τη μουσική καταγραφή των. Και λαϊκοί μουσικοί, και με τις δυο αυτές ιδιότητες ήσαν πολύ σπάνιοι. Αλλά και αν ακόμη υπήρχαν μερικοί κατάλληλα καταρτισμένοι, για διάφορους λόγους ήσαν απρόθυμοι να παραδώσουν γραπτή εργασία πάνω σ’ αυτά, γιατί, όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως, δεν ήταν μόνο ζήτημα ικανότητας αλλά και νοοτροπίας. Ετσι, ελάχιστα γραπτά διασώθηκαν από εκλιπόντες «μαστόρους». Νεώτεροι Κύπριοι μουσικοί κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να τονίσουν ό,τι μπόρεσαν από χωρικούς τραγουδιστές, από παλαιούς πρακτικούς βιολάρηδες και από ό,τι κατά τύχην βρήκαν από παλαιότερα γραπτά και να τα περιλάβουν σε εκδόσεις και συλλογές. 

…………………………….

Ακόμη και οι χορευτές μπορούν να επηρεάσουν την εκτέλεση των χορών αυτών κατά ένα βαθμό. Μερικοί από τους χορευτές απαιτούν από τον εκτελεστή να τους παίξει «ταπεινά» και «κοντογύρκα», που σημαίνει σιγανό ρυθμό και λίγη διάρκεια, λιγότερες στροφές. Αυτοί είναι κυρίως οι σωματώδεις και οι ηλικιωμένοι χορευτές. Οι άλλοι, νέοι λεπτοκαμωμένοι με ζωντάνια, απαιτούν «αννοικτά, μάστρε», και «βάστα, μάστρε», που σημαίνει γοργό ρυθμό, ζωντανό παίξιμο και μεγαλύτερη διάρκεια.

 

Αβέρωφ, Γεώργιος: Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου. Λευκωσία, Πολιτιστικό Ιδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1989, σελ. 4-5, 15-18, 21-23, 25.

 

Θέλω στα γρόνια τα παλιά λλίον να πάω πίσω

τζαί το χορό την ομορφκιάν να σας την ιστορήσω.

Είχαμεν το συνήθειον ούλοι μας να βουρούμεν

στους γάμους πούχεν χορευτές να παρακολουθούμεν.

Χορεύκασιν συνέχεια με λεβεντιά τζιαι πάθος

γυρόν τους τραουδούσασιν, τζιείνοι επροσπαθούσασιν

να μεν κάμουσιν λάθος.

Εκάμναν σκέρσα πόλικα, φιούρες κοτσαντίρκα

στους γάμους τζιαι εις τες γιορτές, εβκαίναν πάντα χορευτές

τζιαι εις τα παναήρκα.

Είσιεν χορόν του μασερκιού, κόμα τζιαι πεντοζάλην 

συρτούς τζιαι ζεϊμπέκικους, τζι’ άλλους λεβέντικους

χορεύκασιν καπάλιν.

Εν οι παλιοί μας οι χοροί, ο πλούτος τούντου τόπου

πρέπει να τους κρατήσουμεν

τζιαι να τους προωθήσουμεν

ούλοι παντοίου τρόπου.

Εν κρίμαν αν ιξιχαστούν τζιαι πάσιν να χαθούσιν

βράκα, ποϊνα, κουρουκλίν

τούτη η Κυπριακή στολή

να εξαφανιστούσιν.

Βκιολίν λαούτον φίλοι μου, κόμα τζιαι το πιδκιάβλιν

κρατούν σιερκές με τον χορόν

τζι’ έχουμεν χρέος ιερόν 

να τα μαθαίνουν τζι’ άλλοι.

 

Βουρούμεν = να τρέχουμε

Κοτσαντίρκα = αναπηδήσεις στο ένα πόδι

Καπάλιν = συνέχεια χωρίς ξεκούραση

Κουρουκλίν = μαντίλι στο κεφάλι-μαντός

Σιερκές = χέρι με χέρι



Τζιαμπάζης, Δημήτρης: Πολιτιστικός Ομιλος “Ομόνοια” Αράδιππου, τεύχος 5.